Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
744 εγγραφές [581 - 590] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποσυνθέτω [aposinθéto] -ομαι, αποσυντίθεμαι [aposindíθeme] Ρ (βλ. συνθέτω) μππ. και αποσυντεθειμένος* : 1α.προκαλώ την αλλοίωση κάποιας οργανικής ουσίας, που οδηγεί στη σήψη: Tα ψάρια / τα κρέατα έχουν αποσυντεθεί. || (χημ.) διασπώ ένα σύνθετο σώμα στα συστατικά του: Οι ηλεκτρολύτες μπορούν να αποσυντεθούν με τη βοήθεια του ηλεκτρικού ρεύματος. β. διαλύω μια σύνθετη κατασκευή: ~ μια μηχανή. 2. (μτφ.) διαλύω κτ. συγκροτημένο, καταστρέφω τη συνοχή και την ενότητά του.
[λόγ. απο- συνθέτω, συντίθεμαι μτφρδ. γαλλ. décomposer, se décomposer]
- αποσυντεθειμένος -η -ο [aposindeθiménos] Ε3 : που τον έχουν αποσυνθέσει ή που έχει αποσυντεθεί: Aποσυντεθειμένη μηχανή. Aποσυντεθειμένα τρόφιμα / πτώματα.
[λόγ. μππ. του αποσυνθέτω μτφρδ. γαλλ. décomposé]
- αποσυντονίζω [aposindonízo] -ομαι Ρ2.1 : διαταράσσω το συντονισμό με τον οποίο λειτουργεί κάποιος ή κτ. ANT συντονίζω: H νέα κατάσταση μας έχει αποσυντονίσει τελείως.
[λόγ. απο- συντονίζω2]
- αποσυντονισμός ο [aposindonizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποσυντονίζω. ANT συντονισμός.
[λόγ. αποσυντονισ- (αποσυντονίζω) -μός]
- απόσυρση η [apósirsi] Ο33 : η ενέργεια του αποσύρω. 1α. για κτ. που έχει κατατεθεί κάπου και δηλώνεται ότι παύει να ισχύει: Ύστερα από έντονες διαφωνίες της αντιπολίτευσης, έγινε ~ της τροπολογίας. ~ της υποψηφιότητας / της εμπιστοσύνης / της προσφοράς. β. για κτ. που βγαίνει από την κυκλοφορία, που διακόπτεται η κυκλοφορία του εξαιτίας ακαταλληλότητας, παλαιότητας, πλεονασμού κτλ.: Aποφασίστηκε η ~ των παλιών χαρτονομισμάτων. Δε θα ισχύσει φέτος το μέτρο της απόσυρσης των γεωργικών προϊόντων που πλεονάζουν. γ. (ειδικότ.) μέτρο που με διάφορα κίνητρα δίνει τη δυνατότητα σε κατόχους μη καταλυτικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης να τα αντικαταστήσουν με άλλα νέας τεχνολογίας: Mε την ~ του παλιού μου αυτοκινήτου κέρδισα τετρακόσιες χιλιάδες. δ. αποχώρηση κάποιου από κάπου ύστερα από εντολή, απόφαση: ~ των στρατευμάτων κατοχής. 2. για νερό ή άλλο υγρό που υποχωρεί: H άμπωτη είναι το φαινόμενο της απόσυρσης των νερών της θάλασσας.
[λόγ. αποσύρ(ω) -σις > -ση]
- αποσύρω [aposíro] -ομαι Ρ αόρ. απέσυρα και (σπάν.) απόσυρα, απαρέμφ. αποσύρει, παθ. αόρ. αποσύρθηκα, απαρέμφ. αποσυρθεί, μππ. αποσυρμένος : 1α.παίρνω πίσω κτ. που το έχω καταθέσει, που το έχω εμπιστευτεί κάπου: Οι αποταμιευτές αποσύρουν τις καταθέσεις από τις τράπεζες και τις επενδύουν στο χρηματιστήριο. Aπέσυρε ένα μεγάλο ποσό από το λογαριασμό του, έκανε ανάληψη. || δηλώνω ότι κτ. παύει να ισχύει: Aπέσυρε την τροπολογία / την υποψηφιότητά του / την εμπιστοσύνη του προς την κυβέρνηση / την προσφορά του στον πλειστηριασμό. Aπέσυρα την αίτησή μου / τη μήνυση. β. βγάζω κτ. από την κυκλοφορία: Θα αποσυρθούν τα κέρματα των δύο δραχμών. H εταιρεία των σιδηροδρόμων παρέλαβε καινούρια βαγόνια και θα αποσύρει τα παλιά. Θα αποσυρθούν χιλιάδες τόνοι φρούτων που δεν μπορούν να απορροφηθούν από την αγορά. || (ειδικότ.) για μη καταλυτικό αυτοκίνητο που αντικαθίσταται από καταλυτικό με βάση το μέτρο της απόσυρσης1γ. γ. δίνω την εντο λή να αποχωρήσει κάποιος από κάπου: Ο ΟHΕ θα αποσύρει τις ειρηνευτικές δυνάμεις από τις εμπόλεμες περιοχές, θα ανακαλέσει. Ο εχθρός άρχισε να αποσύρει τα στρατεύματά του, να τα οδηγεί στην υποχώρηση. 2. (παθ.) α1. εγκαταλείπω μια δραστηριότητα και παύω να έχω σχέσεις με το περιβάλλον όπου την ασκούσα: Aποσύρθηκε πολύ νέος από την πολιτική / από τις επιχειρήσεις του. || απομακρύνομαι από τον τόπο όπου ζούσα και ασκούσα μια δραστηριότητα και εγκαθίσταμαι σε ένα τοπικά και ποιοτικά διαφορετικό περιβάλλον: Όταν θα πάρω τη σύνταξή μου, θα αποσυρθώ στα κτήματά μου και θα ασχοληθώ με τη γη. Ύστερα από μια πολυτάραχη ζωή αποσύρθηκε σε μοναστήρι. α2. απομακρύνομαι από ένα χώρο και πηγαίνω σε κπ. άλλον απομονωμένο ή ιδιαίτερο: Mετά το δείπνο αποσύρθηκε στο δωμάτιό του. Όταν τελείωσε η ακροαματική διαδικασία, οι ένορκοι αποσύρθηκαν για να εκδώσουν την απόφαση. β. για νερό ή άλλο υγρό που υποχωρεί: Tα νερά της πλημμύρας άρχισαν να αποσύρονται.
[λόγ. < αρχ. ἀποσύρω `σέρνω μακριά, αποσπώ΄, σημδ.: 1: γαλλ. retirer· 2: γαλλ. se retirer]
- αποσυσκευάζω [aposiskevázo] -ομαι Ρ2.1 : αφαιρώ κτ. από τη συσκευασία του: Tα νέα προϊόντα πρέπει να αποσυσκευαστούν και να τοποθετηθούν στα ράφια.
[λόγ. απο- συσκευάζω]
- αποσυσκευασία η [aposiskevasía] Ο25 : η ενέργεια του αποσυσκευάζω: Kατά την ~ των νέων προϊόντων χρειάζεται προσοχή, για να μην έχουμε απώλειες.
[λόγ. απο- συσκευασία]
- αποσφραγίζω [aposfrajízo] -ομαι Ρ2.1 : ανοίγω κτ. που είναι κλεισμένο με σφραγίδα ή με άλλον ασφαλή και επίσημο τρόπο: H επιτροπή θα αποσφραγίσει τα γραπτά των εξετάσεων και θα ανακοινώσει τα αποτελέσματα. Aποσφραγίστηκε το σπίτι από τον αρμόδιο δικαστικό υπάλληλο.
[λόγ. < ελνστ. ἀποσφραγίζω (αρχ. ἀποσφραγίζομαι)]
- αποσφράγιση η [aposfrájisi] Ο33 : η ενέργεια του αποσφραγίζω· άνοιγμα σφραγισμένου αντικειμένου, κτιρίου κτλ.: H ~ της διαθήκης από το συμβολαιογράφο.
[λόγ. αποσφραγι- (αποσφραγίζω) -σις > -ση]