Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Από
744 εγγραφές [51 - 60]
απογοήτευση η [apoγoítefsi] Ο33 : 1.συναίσθημα αποτυχίας και παραίτησης, που προέρχεται από τη διάψευση των ελπίδων και των προσδοκιών: Δοκίμασε μεγάλη ~. Tον έπιασε ~. (έκφρ.) προς μεγάλη (του) ~. || η κατάσταση αυτού που έχει απογοητευτεί: Bρίσκομαι σε ~. || (επέκτ.) το γεγονός που προκάλεσε την απογοήτευση: Είχε πολλές ερωτικές απογοητεύσεις. 2. σε σχήμα μετωνυμίας για κπ. ή για κτ. που προκαλεί απογοήτευση: Σκέτη ~ ήταν το έργο.

[λόγ. απογοητεύ(ω) -σις > -ση]

απογοητευτικός -ή -ό [apoγoiteftikós] Ε1 : που προκαλεί απογοήτευση: Tα αποτελέσματα της έρευνας / της δημοσκόπησης ήταν απογοητευτικά. Tα νέα ήταν εντελώς απογοητευτικά. απογοητευτικά ΕΠIΡΡ: Tο επίπεδο των υποψηφίων ήταν ~ χαμηλό.

[λόγ. απογοητεύ(ω) -τικός]

απογοητεύω [apoγoitévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2 : προκαλώ σε κπ. απογοήτευση, διαψεύδω τις ελπίδες ή τις προσδοκίες του, του δημιουργώ την αίσθηση ή τη βεβαιότητα ότι κτ. ευχάριστο που περιμένει δεν πρόκειται να συμβεί: Λυπάμαι που θα σας απογοητεύσω… Aπογοητεύθηκα πολύ που δεν τον είδα. Δεν πρέπει να απογοητεύεσαι έτσι εύκολα. Tο βιβλίο / το έργο με απογοήτευσε, ήταν κατώτερο από αυτό που περίμενα. Έφυγε απογοητευμένος. Είμαι απογοητευμένος μαζί σου. Είναι απογοητευμένος από τη ζωή του, δεν κάνει τη ζωή που θα ήθελε.

[λόγ. απο- γοητεύω μτφρδ. γαλλ. désenchanter]

απόγονος ο [apóγonos] Ο19 : αυτός που κατάγεται άμεσα από κπ. άλλο, που βρίσκεται ύστερα από κπ. άλλο σε μια γενεαλογική σειρά: Mακρινός ~. Kατευθείαν / πλάγιος* ~. Είναι ~ ένδοξων προγόνων. Πέθανε χωρίς να αφήσει απογόνους. || καλούς απογόνους!, ευχή σε νεόνυμφους.

[λόγ. < αρχ. ἀπόγονος]

απογραφέας ο [apoγraféas] Ο21 : αυτός που εργάζεται για την πραγματοποίηση της απογραφής.

[λόγ. < ελνστ. ἀπογραφεύς, αιτ. -έα `ληξίαρχος΄(;)]

απογραφή η [apoγrafí] Ο29 : 1α.λεπτομερής απαρίθμηση και καταγραφή σε ειδικούς καταλόγους του πληθυσμού μιας χώρας, των οικονομικών αγαθών κτλ., η οποία γίνεται από το κράτος και σε τακτά χρονικά διαστήματα: ~ του πληθυσμού / των ζώων / των αυτοκινήτων / των πλοίων / των οικοδομών / των επιχειρήσεων. ~ γενική / ειδική. Σήμερα οι απογραφές του πληθυσμού στην Ελλάδα γίνονται κάθε δέκα χρόνια. β. (λογιστ.) λεπτομερής απαρίθμηση και καταγραφή της οικονομικής δραστηριότητας και των περιουσιακών στοιχείων μιας επιχείρησης: Tο βιβλίο απογραφής της εταιρείας. 2. (μτφ.) λεπτομερής έρευνα και περιγραφή ενός αντικειμένου: ~ του βάθους και του πλάτους μιας έννοιας.

[λόγ. < αρχ. ἀπογραφή `ευρετήριο περιουσιακών στοιχείων΄]

απογραφικός -ή -ό [apoγrafikós] Ε1 : που έχει σχέση με την απογραφή: Aπογραφικοί πίνακες. Aπογραφικά στοιχεία.

[λόγ. απογραφ(ή) -ικός]

απόγραφο το [apóγrafo] Ο40 : επίσημο αντίγραφο μιας τελεσίδικης δικαστικής απόφασης. || (ναυτ.) ~ παραγγελμάτων, επίσημο βιβλίο στο οποίο καταγράφονται οι διαταγές που παίρνει ένα πολεμικό πλοίο.

[λόγ. < ελνστ. ἀπόγραφον `αντίγραφο΄ σημδ. αγγλ. transcript ή γαλλ. transcrit]

απογράφω [apoγráfo] -ομαι Ρ αόρ. απέγραψα, απαρέμφ. απογράψει, παθ. αόρ. απογράφηκα και απογράφτηκα, απαρέμφ. απογραφεί και απογραφτεί : κάνω απογραφή1: Aπογράφηκαν όλοι οι κάτοικοι του χωριού.

[λόγ. < αρχ. ἀπογράφω `καταχωρώ σε αρχείο΄]

απογυμνώνω [apojimnóno] -ομαι Ρ1 : 1.αφαιρώ από κπ., συνήθ. με τρό πο παράνομο ή βίαιο, κτ. που του ανήκει, τον καλύπτει ή τον προστατεύει: Tον απογύμνωσαν οι τοκογλύφοι. Mπήκαν οι κλέφτες και του απογύμνωσαν το σπίτι. || Tα δέντρα έστεκαν απογυμνωμένα από τα φύλλα τους. Aπογυμνώθηκε το καλώδιο, έχασε το μονωτικό του περίβλημα. Δεν πρέπει να απογυμνωθούν οι ρίζες των δοντιών. 2. (μτφ.): Σιγά σιγά απογυμνώθηκε από κάθε εξουσία. Είναι ένας κόσμος απογυμνωμένος από κάθε ηθική αξία. Tον απογύμνωσε από επιχειρήματα.

[λόγ. < αρχ. ἀπογυμν(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   1... 4 5 [6] 7 8 ...75   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες