Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
8.233 εγγραφές [8081 - 8090] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αχαριστία η [axaristía] Ο25 : η ιδιότητα του αχάριστου ανθρώπου· αγνωμοσύνη: Έδειξε μεγάλη ~. || η αχάριστη πράξη.
[λόγ. < αρχ. ἀχαριστία]
- αχάριστος -η -ο [axáristos] Ε5 : που δεν αναγνωρίζει το καλό που του έκαναν, που δεν αισθάνεται ευγνωμοσύνη· αγνώμονας: ~ άνθρωπος. Tου έσωσα τη ζωή και ούτε που το θυμάται ο ~. || Aχάριστη πράξη, που χαρακτηρίζεται από αχαριστία.
αχάριστα ΕΠIΡΡ. [αρχ. ἀχάριστος]
- άχαρος 1 -η -ο [áxaros] Ε5 : που δεν έχει χάρη, κομψότητα και ομορφιά· άκομψος. ANT χαριτωμένος: Άχαρο ντύσιμο. Είναι πολύ ψηλός και ~. Άχαρη ηλικία, τα πρώτα χρόνια της εφηβείας.
άχαρα ΕΠIΡΡ: Nτυμένος ~. [αρχ. ἄχαρ(ις) μεταπλ. κατά τα άλλα επίθ. -ος]
- άχαρος 2 -η -ο : που δεν είναι ευχάριστος, που δε δίνει χαρά: Άχαρη δουλειά / κουβέντα / ζωή. Tου ανάθεσαν τον άχαρο ρόλο / το άχαρο καθήκον να
, για κτ. δυσάρεστο, που δε θα ήθελε κανείς να το αναλάβει.
[α- 1 χαρ(ά) -ος]
- αχαρτζιλίκωτος -η -ο [axardzilíkotos] Ε5 : (οικ.) που δεν του έδωσαν ή δεν του δίνουν χαρτζιλίκι. ANT χαρτζιλικωμένος.
[α- 1 χαρτζιλικώ(νω) -τος]
- αχαρτογράφητος -η -ο [axartoγráfitos] Ε5 : που δεν τον έχουν χαρτογραφήσει, που δεν είναι χαρτογραφημένος: Περιοχή αχαρτογράφητη και σχεδόν άγνωστη.
[λόγ. α- 1 χαρτογραφη- (χαρτογραφώ) -τος]
- αχαρτοσήμαντος -η -ο [axartosímandos] Ε5 : για έγγραφο στο οποίο δεν έχει επικολληθεί χαρτόσημο, που δεν το έχουν χαρτοσημάνει, που δεν είναι χαρτοσημασμένο: Aχαρτοσήμαντη αίτηση. Aχαρτοσήμαντο συμβόλαιο.
[λόγ. α- 1 χαρτοσημαν- (χαρτοσημαίνω) -τος]
- αχάτης ο [axátis] Ο10 : ημιπολύτιμη πέτρα, ποικιλία του χαλαζία, χωρισμένη σε ζώνες με διάφορες αποχρώσεις και διαφορετική διαφάνεια: Δαχτυλίδι / μενταγιόν με αχάτη. || το σχετικό κόσμημα: Φοράει έναν αχάτη.
[λόγ. < ελνστ. ἀχάτης]
- αχάτινος -η -ο [axátinos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος από αχάτη.
[λόγ. αχάτ(ης) -ινος]
- αχαχούχα [axaxúxa] επιφ. : χρησιμοποιείται απολύτως ή με πρόταση για να σχολιαστεί ειρωνικά ή περιπαικτικά κάποια ενέργεια ή συμπεριφορά· άντε άντε: ~! πήραν τα μυαλά του αέρα. ~! δεν ξέρει τι λέει αυτός· είναι τελείως άσχετος.
[ηχομιμ.]