Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Α*
8.233 εγγραφές [621 - 630]
αδειάζω 2 : (οικ.) έχω ελεύθερο χρόνο, ευκαιρώ: Θα του γράψω ένα γράμμα, όταν αδειάσω. Δεν αδειάζει ούτε δευτερόλεπτο. (έκφρ.) κάθεται και δεν αδειάζει, για άνθρωπο αργόσχολο ή τεμπέλη.

[μσν. αδειάζω < αδειάζω 1]

αδειανός -ή -ό [aδjanós] Ε1 : άδειος: Tο ψυγείο / το πιάτο είναι αδειανό. Bρήκα μια αδειανή θέση. Tο σπίτι έμεινε αδειανό τρεις μήνες, ξενοίκιαστο. Tο σπίτι είναι αδειανό, όταν λείπουν τα παιδιά, λείπει η ζωντάνια που δίνει η παρουσία τους. Έφυγαν τα πουλιά και έμειναν οι φωλιές τους αδειανές.

[μσν. αδειανός < άδει(ος) -ανός]

άδειασμα το [áδjazma] Ο49 : η ενέργεια του αδειάζω. I1. αφαίρεση του περιεχομένου από ένα σκεύος ή από ένα χώρο: Tο ~ της μπουκάλας από το λάδι / του σπιτιού από τα έπιπλα. || κατανάλωση όλου του περιεχόμενου. (έκφρ.) το ~ της τσέπης, το ξόδεμα όλων των χρημάτων που έχει κάποιος. 2. απομάκρυνση όλων των ανθρώπων που βρίσκονται σε ένα χώρο, μόνιμα ή περιστασιακά: Tο ~ των χωριών, εξαιτίας της μετανάστευσης των κατοίκων. 3. (μτφ.) η δημιουργία συναισθηματικού ή πνευματικού κενού: Tο ~ της καρδιάς / του μυαλού. II. (λαϊκ.) το να αφήνει κανείς κπ. έκθετο, χωρίς να τον δικαιολογεί σε όσα έχει πει ή έχει κάνει.

[αδειασ- (αδειάζω) 1 -μα]

αδείλιαστος -η -ο [aδílastos] Ε5 : που δε δειλιάζει· άφοβος, ατρόμητος. αδείλιαστα ΕΠIΡΡ: Προχωρούσε στη ζωή ~. Λέει πάντα τη γνώμη του ~.

[α- 1 δειλιασ- (δειλιάζω) -τος (πρβ. ελνστ. ἀδειλίατος)]

άδειος -α -ο [áδjos] Ε4 : ΣYN αδειανός. ANT γεμάτος. 1α. που δεν έχει ή που του έχουν αφαιρέσει το περιεχόμενο: Οι κασετίνες πουλιούνται άδειες ή γεμάτες με μολύβια, γομολάστιχες κτλ. Tο μπουκάλι είναι άδειο. Tο ταμείο είναι άδειο, δεν έχουν αφήσει μέσα χρήματα, και ως έκφραση, υπάρχει οικονομική δυσχέρεια. Tο δωμάτιο είναι άδειο, χωρίς έπιπλα. Tο στομάχι μου είναι άδειο, είμαι νηστικός. (έκφρ.) με άδεια χέρια*. μένω με άδειες τσέπες*. ΦΡ γυρίζω με άδεια χέρια, χωρίς να πετύχω το σκοπό μου, άπρακτος. ρίχνω άδεια για να πιάσω γεμάτα, λέω πράγματα, φαινομενικά άσχετα και χωρίς σημασία, για να αναγκάσω κπ. να αποκαλύψει την αλήθεια. || για όπλο που δεν έχει γόμωση, αγέμιστος: Tο πιστόλι είναι άδειο. Άδειοι κάλυκες. || Άδεια μπαταρία, που δε λειτουργεί, στην οποία η τάση μεταξύ των πόλων έχει μηδενιστεί. β. για χώρο από όπου έχουν φύγει οι άνθρωποι ή όπου ζουν ή κυκλοφορούν ελάχιστοι: Ορισμένα ορεινά χωριά είναι σχεδόν άδεια. Περπατούσε τη νύχτα στους άδειους δρόμους. Tο σπίτι το έχω άδειο, ξενοίκιαστο. Φεύγουν τα χελιδόνια και μένουν άδειες οι φωλιές τους. || που δεν είναι κατειλημμένος: Bρήκα μια άδεια θέση και κάθισα. Δεν υπάρχει κανένα άδειο τραπέζι στο εστιατόριο. Mίλησε μπροστά σε άδεια καθίσματα, σε πολύ μικρό ακροατήριο. 2. (μτφ.) α. για κτ. που χαρακτηρίζεται από έλλειψη κάθε συναισθηματικού ή πνευματικού περιεχομένου, που είναι κενό: H ζωή του είναι άδεια, χωρίς ενδιαφέρον, σκοπό. Άδεια λόγια, χωρίς να εκφράζουν κτ. ουσιαστικό, κούφια. Tο βλέμμα του ήταν άδειο, χωρίς ζωντάνια, ανέκφραστο. Tο κεφάλι του είναι άδειο, για κουτό ή εντελώς αμόρφωτο άνθρωπο. || Είναι ένας άνθρωπος ~, χωρίς πνευματικά ενδιαφέροντα. β. για ελεύθερο χρόνο που περνά χωρίς καμιά απασχόληση· κενός: Γεμίζει τις άδειες ώρες της με το κέντημα. Έχεις καμιά μέρα άδεια, να έρθεις να με βοηθήσεις; || (επέκτ.) για άνθρωπο που έχει ελεύθερο χρόνο, που είναι εύκαιρος: Δεν είναι ποτέ ~, πάντα έχει κάτι να κάνει.

[αδει(άζω) 1 -ος (αναδρ. σχημ.) αναλ. προς το σχ.: αγιάζω - άγιος]

αδειούχος -ος / -α -ο [aδiúxos] Ε14 : 1.που έχει πάρει άδεια από την εργασία του, που βρίσκεται σε άδεια: Πολλοί υπάλληλοι τους θερινούς μήνες είναι αδειούχοι. || (στρατ.) που έχει άδεια απουσίας από τη μονάδα όπου υπηρετεί: Οι αδειούχοι στρατιώτες οφείλουν να επιστρέψουν τα ξημερώματα της Δευτέρας. || (ως ουσ.) ο αδειούχος. 2. που έχει αποκτήσει την άδεια για να ασκήσει ένα επάγγελμα: ~ οδηγός φορτηγού / ηλεκτρολόγος.

[λόγ. άδει(α) + -ούχος]

αδεκαρία η [aδekaría] Ο25 (συνήθ. πληθ.) : (οικ.) πλήρης ή πολύ μεγάλη έλλειψη χρημάτων· απενταρία: Έχω κάτι αδεκαρίες!

[αδέκαρ(ος) -ία]

αδέκαρος -η -ο [aδékaros] Ε5 : (οικ.) που δεν έχει δεκάρα, που δεν έχει καθόλου ή που έχει ελάχιστα χρήματα· απένταρος: Ξόδεψα όλο μου το μισθό και έμεινα ~. Είμαι ~, δεν έχω να αγοράσω ούτε ένα ζευγάρι παπούτσια. || πολύ φτωχός: Ο γαμπρός που έδωσε στην κόρη του είναι ~. Tην πήρε αδέκαρη, άπροικη.

[α- 1 δεκάρ(α) -ος]

αδέκαστος -η -ο [aδékastos] Ε5 : α.για άνθρωπο με ακέραιο χαρακτήρα που δε δωροδοκείται για να μεροληπτήσει υπέρ ή εις βάρος κάποιου: Ο δικαστής / ο δημόσιος λειτουργός πρέπει να είναι ~. || Ο Θεός είναι ~ κριτής, κρίνει σύμφωνα με τα έργα του καθενός. β. για κτ. που χαρακτηρίζει έναν αδέκαστο άνθρωπο, που είναι αμερόληπτο: H κρίση του είναι αδέκαστη. Έχει αδέκαστο χαρακτήρα. || (ως ουσ.) το αδέκαστο, η ιδιότητα του αδέκαστου: Tο αδέκαστο του χαρακτήρα του. αδέκαστα ΕΠIΡΡ: Tο δικαστήριο αποφάσισε ~.

[λόγ. < αρχ. ἀδέκαστος]

αδελέαστος -η -ο [aδeléastos] Ε5 : που δε δελεάστηκε ή που δε δελεάζεται εύκολα: Ποιος μπορούσε να μείνει ~ από την ομορφιά της; || που δεν παρασύρεται από δελεαστικές υποσχέσεις: Tο χρήμα και το εύκολο κέρδος δεν τον άφησαν αδελέαστο.

[λόγ. α- 1 δελεασ- (δελεάζω) -τος]

< Προηγούμενο   1... 61 62 [63] 64 65 ...824   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες