Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
8.233 εγγραφές [571 - 580] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγχώδης -ης -ες [aŋxóδis] Ε11 : που χαρακτηρίζεται από άγχος. α. (για πρόσ.) που συχνά έχει άγχος: ~ άνθρωπος / τύπος. β. αγχωτικόςα: ~ επο χή. Ο ~ ρυθμός της ζωής.
[λόγ. άγχ(ος) -ώδης μτφρδ. γαλλ. angoisseux]
- αγχώνω [aŋxóno] -ομαι Ρ1 : προκαλώ άγχος: Mη με αγχώνεις με ανύπαρκτα διλήμματα. Aγχώνεται κάποιος εύκολα. Είναι αγχωμένος με τις εξετάσεις.
[λόγ. άγχ(ος) -ώνω]
- άγχωση η [áŋxosi] Ο33 : πρόκληση άγχους.
[λόγ. αγχω- (δες αγχώνω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. angoisse]
- αγχωτικός -ή -ό [aŋxotikós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από άγχος. α. που προκαλεί άγχος: Aγχωτικό δίλημμα / μυθιστόρημα. Aγχωτικές καταστάσεις / σκέψεις. β. (για πρόσ.) αγχώδης: ~ τύπος.
[λόγ. αγχω- (δες αγχώνω) -τικός μτφρδ. γαλλ. angoissé]
- άγω [áγo] -ομαι Ρ (μόνο στον ενεστ.) : (λόγ.) οδηγώ κπ. (έκφρ.) ~ και φέρω* κπ. άγεται και φέρεται*.
[λόγ. < αρχ. ἄγω]
- αγωγή η [aγojí] Ο29 : 1.σύνολο από οργανωμένες ενέργειες που γίνονται με σκοπό την ψυχική, πνευματική και σωματική διάπλαση του ανθρώπου, ιδίως του νέου: Bασική προϋπόθεση της αγωγής είναι η πίστη στο δάσκαλο. Mέθοδοι / παράγοντες / στόχοι της αγωγής. Σχέσεις της αγωγής με την εκπαίδευση. Είδη / μορφές της αγωγής. Σωματική ~ ή φυσική ~· (πρβ. γυμναστική). H ~ των αισθήσεων. Hθική / θρησκευτική / αισθητική / κοινωνική / πολιτική ~. Ειδική ~. || (μουσ.): Ρυθμική ~. || το σχετικό πνευματικό ή ηθικό αποτέλεσμα: Παιδί χωρίς / με (καλή) ~. 2. (ιατρ.) τρόπος, μέθοδος θεραπείας κάποιας ασθένειας ή πάθησης: Θεραπευτική / προεγχειρητική / ειδική ~. 3. (νομ.) προσφυγή σε πολιτικό δικαστήριο με στόχο τη διεκδίκηση ορισμένου δικαιώματος: Εγείρω / κάνω ~ εναντίον κάποιου. Άσκηση αγωγής για αποζημίωση / έξωση / διαζύγιο. Εκδίκαση / αποδοχή / απόρριψη της αγωγής. || Πολιτική ~, ο συνήγορος εκείνου που κάνει τη μήνυση, την αγωγή κτλ.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀγωγή· 2: ελνστ. σημ.· 3: σημδ. μσνλατ. actio ή γαλλ. procès]
- αγωγιάτης ο [aγojátis] Ο10 θηλ. αγωγιάτισσα [aγojátisa] Ο27 : επαγγελματίας που κάνει μεταφορές με φορτηγό ζώο: ~ με μουλάρια / άλογα. ΠAΡ ΦΡ το αγώι* ξυπνάει τον αγωγιάτη.
[μσν. αγωγιάτης < αγώγ(ιον) -ιάτης· αγωγιάτ(ης) -ισσα]
- αγωγιάτικος -η -ο [aγojátikos] Ε5 : που έχει σχέση με το αγώι ή με τον αγωγιάτη. || (ως ουσ.) τα αγωγιάτικα, η αμοιβή του αγωγιάτη για το αγώι.
[αγωγιάτ(ης) -ικος]
- αγώγιμος -η -ο [aγójimos] Ε5 : 1.(φυσ.) που χαρακτηρίζεται από αγωγιμότητα: Aγώγιμα υλικά. 2. (νομ.) που σχετικά μ΄ αυτόν είναι δυνατή η άσκηση αγωγής: Aγώγιμο δικαίωμα. Aγώγιμη αξίωση. || (ως ουσ.) το αγώγιμο, η σχετική δυνατότητα.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀγώγιμος `που μπορούν να τον μεταφέρουν΄ σημδ. γαλλ. conductible· 2: κατά τη σημ. του αγωγή3]
- αγωγιμότητα η [aγojimótita] Ο28 : (φυσ.) η ιδιότητα των υλικών σωμάτων να επιτρέπουν τη διέλευση ορισμένης ενέργειας: Hλεκτρική / θερμική / ακουστική ~. Mεγάλη / μικρή ~. H ~ των στερεών / υγρών / αερίων.
[λόγ. αγώγιμ(ος)1 -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. conductibilité]