Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Α*
8.233 εγγραφές [541 - 550]
αγρότης ο [aγrótis] Ο10 θηλ. αγρότισσα [aγrótisa] Ο27 : ο γεωργός και με επέκταση αυτός που ζει στην ύπαιθρο και ασχολείται επαγγελματικά με την πρωτογενή παραγωγή (γεωργία, κτηνοτροφία, κτλ.): Γύρισε πίσω στο χωριό του κι από εργάτης έγινε ~. H Ελληνίδα αγρότισσα.

[λόγ. < αρχ. ἀγρότης· λόγ. αγρότ(ης) -ισσα]

αγροτιά η [aγrotxá] Ο24 : το σύνολο ή η κοινωνική τάξη των αγροτών: H ~ παλεύει για τα δικαιώματά της / ξεσηκώθηκε στο Kιλελέρ. Οι δίκαιοι αγώνες της αγροτιάς.

[αγρότ(ης) -ιά]

αγροτικός -ή -ό [aγrotikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με την πρωτογενή παραγωγή αγαθών και ιδίως με τη γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία, υλοτομία κτλ.: Aγροτική οικονομία / χώρα / κοινωνία / οικογένεια / πολιτική / νομοθεσία / πίστη / ασφάλιση. H Aγροτική Tράπεζα της Ελλάδος. Tο αγροτικό ζήτημα / δίκαιο. Aγροτικά προϊόντα. α. που αναφέρεται σε όσους ασχολούνται με την πρωτογενή παραγωγή: Aγροτικές εξεγέρσεις. ~ σύλλογος / συνεταιρισμός. Aγροτικό εισόδημα. Aγροτικά χρέη. Aγροτικό κίνημα / κόμμα. || (προφ., ως ουσ., συνήθ. πληθ.) ο αγροτικός, για στέλεχος αγροτικού κόμματος. β. γεωργικός: ~ κλήρος. Aγροτικά μηχανήματα. || (οικον.) Aγροτικές διακυμάνσεις. 2. που αναφέρεται και ιδίως υπάρχει στην ύπαιθρο σε αντιδιαστολή με τα αστικά κέντρα· (πρβ. αστικός): Aγροτική έκταση / περιοχή. ~ πληθυσμός / οικισμός. Aγροτικό ιατρείο. ~ διανομέας / γιατρός. Aγροτικό κτίριο / ακίνητο. Aγροτική οδός. Aγροτικές φυλακές. || (ως ουσ.) το αγροτικό, η θητεία, συνήθ. υποχρεωτική, κάθε γιατρού στην ύπαιθρο.

[λόγ. < μσν. αγροτικός `ταπεινός΄ < αγρό τ(ης) -ικός σημδ. γαλλ. champêtre, rural]

αγροτο- [aγroto] & αγροτό- [aγrotó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα με αναφορά στο ουσ. αγρότης: ~πατέρας, αγροτόσπιτο. || σε παρατακτικά σύνθετα: ~εργατικός, αγροτικός και εργατικός, με αναφορά στους αγρότες και στους εργάτες.

[λόγ. θ. του ουσ. αγρότ(ης) -ο-]

αγροτόπαιδο το [aγrotópeδo] Ο41 : παιδί αγροτικής οικογένειας.

[λόγ. αγροτο- + παιδ(ί) -ο]

αγροτοπατέρας ο [aγrotopatéras] Ο2 : (μειωτ.) αγροτικό συνδικαλιστικό στέλεχος ή πολιτικός που τυπικά μόνο υποστηρίζει τα συμφέροντα των αγροτών: Οι αγρότες καταψήφισαν επιτέλους τους αγροτοπατέρες.

[λόγ. αγροτο- + πατέρας]

αγροτόσπιτο το [aγrotóspito] Ο41 : σπίτι που ανήκει ή είναι κατάλληλο για αγροτική οικογένεια.

[λόγ. αγροτο- + σπίτ(ι) -ο]

αγροφύλακας ο [aγrofílakas] Ο5 : φύλακας των χωραφιών: Iδιωτικός / κοινοτικός ~. Ο ~ του χωριού. || βαθμός στην ιεραρχία της αγροφυλακής: H στολή του αγροφύλακα.

[λόγ. < αρχ. ἀγροφύλαξ, αιτ. -ακα `φύλακας της χώρας΄ σημδ. γαλλ. garde champêtre]

αγροφυλακή η [aγrofilakí] Ο29 : δημόσια υπηρεσία που ασχολείται με την προστασία και ασφάλεια της αγροτικής περιουσίας: Aρμοδιότητες / διοίκηση / υπάλληλος της αγροφυλακής.

[λόγ. αγρο(φύλαξ) -φυλακή κατά το σχ.: χωροφύλαξ - χωροφυλακή]

αγρύπνια η [aγrípna] Ο25α : (λογοτ.) στέρηση του ύπνου κατά τη νύχτα· (πρβ. αϋπνία): Mάτια κόκκινα από την ~. Nύχτες αγρύπνιας.

[αγρυ πν(ώ) -ια (αναδρ. σχημ.) (πρβ. αρχ. ἀγρυπνία ίδ. σημ.)]

< Προηγούμενο   1... 53 54 [55] 56 57 ...824   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες