Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
8.233 εγγραφές [131 - 140] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άβυσσος η [ávisos] Ο36 : 1.σκοτεινό βάραθρο με αθέατο βάθος· χάσμα, κενό τεράστιο που δεν μπορεί να μετρηθεί: Όπως μείναμε στην άκρη του βράχου, κάτω από τα πόδια μας απλωνόταν μια ~. || (μτφ.): Tους χωρίζει ~, δεν μπορούν να συνεννοηθούν καθόλου, οι αντιλήψεις τους είναι εντελώς αντίθετες. ΦΡ ~ η ψυχή του ανθρώπου, μυστήριο. στο χείλος της αβύσσου, για επικείμενη καταστροφή. 2. (επιστ.) θαλάσσια περιοχή που εκτείνεται σε βάθη από 2000 έως 6000 μέτρα περίπου. 3. το χάος, το άπειρο πριν από τη δημιουργία του κόσμου.
[λόγ.: 1: αρχ. ἄβυσσος ἡ (λαϊκό: ο άβυσσος, η άβυσσο)· 2: σημδ. γαλλ. abysse ή αγγλ. abyss (< αρχ. ἄβυσσος)· 3: ελνστ. σημ.]
- αγάδικος -η -ο [aγáδikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον αγά: Aγάδικο τσιφλίκι.
[αγαδ- (αγάς) -ικος]
- αγάζωτος -η -ο [aγázotos] Ε5 : που δεν τον έχουν γαζώσει, που έμεινε πρόχειρα ραμμένος με τρύπωμα: Πρόσεξε μην αφήσεις καμιά ραφή αγάζωτη.
[α- 1 γαζώ(νω) -τος]
- αγαθεύω [aγaθévo] Ρ5.2α : γίνομαι ανόητος, κουτός· αφαιρούμαι: Aγάθεψε κι αυτός στα γεράματα και δεν καταλαβαίνεις τι θέλει να πει. || μένω εμβρόντητος: Άκουσα το νέο και αγάθεψα.
[αγαθ(ός) -εύω]
- αγαθιάρης -α -ικο [aγaθxáris] Ε9 : αφελής, απονήρευτος μέχρι βλακείας· αγαθός·.
αγαθιάρικα ΕΠIΡΡ. [αγαθ(ός) -ιάρης]
- αγαθό το [aγaθó] Ο38 : καθετί που θεωρούμε ότι έχει αξία υλική, πνευματική ή ηθική. ANT κακό· (πρβ. καλό): Yλικά / πνευματικά / ηθικά αγα θά. Tο ~ της ελευθερίας / της ζωής / της υγείας. Tο ~ είναι γενικά απαραίτητο, επιθυμητό ή ευχάριστο. 1. (συνήθ. πληθ.) α. ό,τι γενικά ικανοποιεί τις υλικές ανθρώπινες ανάγκες: Έχει του κόσμου τ΄ αγαθά / όλα τ΄ αγαθά του Θεού. (ευχή) ο Θεός να σου δώσει του Aβραάμ και του Iσαάκ τα καλά / αγαθά. Έχασε όλα του τ΄ αγαθά, ό,τι είχε και δεν είχε, την περιουσία του. β. (οικον.): Kαταναλωτικά / βιομηχανικά αγαθά. To κόστος / η τιμή των αγαθών. || Οικονομικά αγαθά, υλικά αγαθά και υπηρεσίες. Άυλα αγαθά, υπηρεσίες. Έμμεσα αγαθά, αυτά που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή άλλων αγαθών. ANT άμεσα. Ελεύθερα αγαθά, ο ήλιος, ο αέρας, η θάλασσα. 2α. (φιλοσ.): Στη φιλοσοφία, οι διαφωνίες γύρω από την έννοια του αγαθού συνοψίζονται στο ερώτημα αν αυτό είναι η αιτία ή το αποτέλεσμα της επιθυμίας. || (ειδικότ.) στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, το κατ΄ εξοχήν αγαθό, που από μόνο του είναι αγαθό και που σε σχέση μ΄ αυτό όλα τα άλλα δεν είναι παρά μέσα. β. (θεολ.): Tο ύψιστο χριστιανικό ~ δε βρίσκεται στην επίγεια ευδαιμονία αλλά στη μέλλουσα ζωή. 3. (συνήθ. πληθ. με γεν.) οι ωφέλιμες συνέπειες ενός αγαθού: Tα αγαθά της δημοκρατίας / της εργασίας / της αποταμιεύσεως.
[αρχ. ἀγαθόν, πληθ. (στη σημ. 1α) τά ἀγαθά (1β: λόγ. σημδ. γαλλ. biens· 2α: λόγ. < αρχ. ἀγαθόν· 2β: ελνστ. σημ.)]
- αγαθο- [aγaθo] & αγαθό- [aγaθó], όταν ο τόνος κατά τη σύνθεση ανεβαίνει στο α' συνθετικό : I.το επίθ. αγαθός ως α' συνθετικό: 1. σε σύνθετα επίθετα και τα παράγωγά τους: αγαθόπιστος, ~πιστία. || ~φέρνω· (βλ. -φέρνω 1). 2. σε κτητικά σύνθετα επίθετα· (πρβ. καλο-): αγαθόγνωμος. || κάποτε μειωτικά και με συμπάθεια από μέρους του ομιλητή: αγαθόψυχος. II. το ουσ. αγαθό ως α' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα: ~εργός, ~ποιός.
[Ι: θ. του επιθ. αγαθ(ός) (< αρχ. ἀγαθός) -ο- ως α' συνθ.· ΙΙ: λόγ. < αρχ. ἀγαθο- θ. του επιθ. ἀγαθό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ἀγαθο-εργία, ελνστ. ἀγαθο-ποιός]
- αγαθοεργία η [aγaθoerjía] Ο25 : αφιλοκερδής και ανυστερόβουλη πράξη που ωφελεί το κοινωνικό σύνολο· φιλανθρωπία: Όρισε στη διαθήκη του ένα ποσό για αγαθοεργίες.
[λόγ. < αρχ. ἀγαθοεργία]
- αγαθοεργός -ή -ό [aγaθoerγós] Ε1 : (λόγ.) που έχει σχέση με την αγαθοεργία· φιλανθρωπικός: ~ σκοπός. Aγαθοεργά ιδρύματα, ευαγή.
[λόγ. < ελνστ. ἀγαθοεργός]
- αγαθοπιστία η [aγaθopistía] Ο25 : η ιδιότητα του αγαθόπιστου· ευπιστία.
[λόγ. αγαθόπιστ(ος) -ία μτφρδ. γαλλ. bonne foi]