Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
70 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- είρωνας ο [íronas] Ο5 θηλ. είρωνας [íronas] : ως χαρακτηρισμός προσώπου που συνηθίζει να ειρωνεύεται, δηλαδή να προσποιείται άγνοια ή να εκφράζει σκέψεις, συναισθήματα κτλ. λίγο ή πολύ διαφορετικά από τα πραγματικά του, για να περιπαίξει ή να χλευάσει άλλον: Aλαζόνες, είρωνες και σαρκαστές. || (ως επίθ.).
[λόγ. < αρχ. εἴρων, αιτ. -ωνα (δες στο είρων)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- ελαιώνας ο [eleónas] Ο2 : έκταση γης φυτεμένη με ελιές.
[λόγ. < ελνστ. ἐλαιών, αιτ. -ῶνα]
- ερειπιώνας ο [eripiónas] Ο2 : (λόγ.) τόπος γεμάτος ερείπια ή σωρός από ερείπια.
[λόγ. < ελνστ. ἐρειπιών, αιτ. -ῶνα]
- εύζωνας ο [évzonas] Ο5 πληθ. και ευζώνοι : (προφ.) ο εύζωνος.
ευζωνάκι το YΠΟKΟΡ. [εύζων(ος) μεταπλ. -ας]
- θαμώνας ο [θamónas] Ο2 : αυτός που συχνάζει κάπου· πελάτης: Είναι ~ των μπαρ και των νυχτερινών κέντρων.
[λόγ. θαμ(ών) -ώνας < αρχ. επίρρ. θαμ(ά) `συχνά΄ -ών σφαλερή δημιουργία αντί π.χ. θαμιστής, συχναστής (επίρρ. και αρχ. επίθημα -ων, που παράγει ουσ., δεν μπορούν να συνδυαστούν) μτφρδ. γαλλ. fréquantant (les cafés)]
- θερμοσίφωνας ο [θermosífonas] Ο5 & θερμοσίφωνο το [θermosífono] Ο41 : συσκευή που ζεσταίνει και διατηρεί το νερό ζεστό και που συνδέεται με το υδραυλικό δίκτυο για να υπάρχει συνεχής ροή του νερού: ~ του μπάνιου / της κουζίνας / χωρητικότητας πέντε / δέκα λίτρων. Hλεκτρικός / ηλιακός ~. Aνάβω / σβήνω το θερμοσίφωνο.
θερμοσιφωνάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < γαλλ. thermosiphon < thermo- = θερμο- + siphon < αρχ. σίφ(ων) -ωνας· θερμοσίφων(ας) μεταπλ. -ο κατά τα άλλα σύνθ.]
- καλαμιώνας ο [kalamnónas] Ο2 : έκταση γεμάτη με καλαμιές.
[μσν. καλαμιώνας < ελνστ. καλαμεών, αιτ. -ῶνα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
- καύσωνας ο [káfsonas] Ο5 : καιρικές συνθήκες που χαρακτηρίζονται από υπερβολικά υψηλές θερμοκρασίες: Έρχεται ~. Περιμένουμε καύσωνα. Mέτρα για την αντιμετώπιση του καύσωνα. Θύματα του καύσωνα.
[λόγ. < ελνστ. καύσων, αιτ. -ωνα]
- κοιτώνας ο [kitónas] Ο2 : χώρος, δωμάτιο για ύπνο δύο ή περισσότερων ατόμων σε ιδρύματα, στρατώνες κτλ.: ~ οικοτροφείου. Aπαγορεύεται το κάπνισμα στους κοιτώνες.
[λόγ. < αρχ. κοιτών, αιτ. -ῶνα `υπνοδωμάτιο΄]
- κολοφώνας ο [kolofónas] Ο2 : I. κυρίως στις εκφράσεις στον κολοφώνα της δόξας / της επιτυχίας / της ακμής, στο ανώτατο, στο ύψιστο δυνατό σημείο. II. (τυπ.) μικρό κείμενο, στην τελευταία εσωτερική σελίδα ενός βιβλίου, όπου αναφέρονται στοιχεία σχετικά με την έκδοσή του.
[λόγ.: Ι: αρχ. κολοφών, αιτ. -ῶνα· ΙΙ: γαλλ. ή αγγλ. colophon < αρχ. κολοφών στην κυριολ. σημ.: `ακρότατο σημείο΄]