Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
46 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -χρονος -η -ο [xronos] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι: 1. το προσδιοριζόμενο πρόσωπο έχει την ηλικία που εκφράζει το απόλυτο αριθμητικό που υπάρχει ως α' συνθετικό: εξά~, οχτά~, δεκά~, δεκαεξά~. || εκατό~, χιλιό~, ως ευχή για μακροημέρευση. 2. το προσδιοριζόμενο διαρκεί τόσο χρόνο όσο εκφράζει το απόλυτο αριθμητικό που υπάρχει ως α' συνθετικό: δί~, τρί~, δεκά~, πεντά~. 3. το προσδιοριζόμενο έχει όσον αφορά το χρόνο τη σχέση που εκφράζει το α' συνθετικό: ισό~, προτερό~, ταυτό~, υστερό~.
[1, 2: μσν. -χρονος θ. του ουσ. χρόν(ος) -ος ως β' συνθ.: μσν. πολύ-χρονος· 3: λόγ. < ελνστ. -χρονος: ελνστ. ὑστερό-χρονος `κατοπινός΄, δί-χρονος `που αντιστοιχεί σε δύο χρονικές ενότητες΄]
- ασύγχρονος -η -ο [asíŋxronos] Ε5 : (τεχν.) ~ κινητήρας, ηλεκτρικός κινητήρας εναλλασσόμενου ρεύματος.
[λόγ. < γαλλ. asynchrone < a- = α- 1 + synchrone = σύγχρονος]
- άχρονος -η -ο [áxronos] Ε5 : 1.που δεν υπόκειται σε χρονικά όρια: Ο Θεός είναι ~, αιώνιος. 2. (μουσ.): Άχρονη μελωδία, χωρίς κανονικό μουσικό χρόνο.
άχρονα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἄχρονος]
- βραχύχρονος -η -ο [vraxíxronos] Ε5 : (γραμμ.) βραχύς: Bραχύχρονο φωνήεν, φωνήεν που η διάρκεια της προφοράς του είναι μικρότερη σε σύγκριση με άλλα: Tο ε και το ο ήταν τα κύρια βραχύχρονα φωνήεντα της αρχαίας ελληνικής. Bραχύχρονη συλλαβή, που έχει βραχύχρονο φωνήεν. Mετά την εφαρμογή του μονοτονικού συστήματος, ο χωρισμός των φωνηέντων σε μακρόχρονα και βραχύχρονα δεν έχει πια καμιά σημασία.
[λόγ. βραχυ- + χρόν(ος) -ος]
- δεκαεννιάχρονος -η -ο [δekaenáxronos] Ε5 : 1. που είναι δεκαεννέα χρονών: Δεκαεννιάχρονη κοπέλα. || (ως ουσ.) άτομο ηλικίας δεκαεννιά ετών. 2. που διαρκεί δεκαεννέα χρόνια.
[δεκαεννιά + -χρονος]
- δεκαεξάχρονος -η -ο [δekaeksáxronos] Ε5 : 1. που είναι δεκαέξι χρονών: Δεκαεξάχρονη κοπέλα. || (ως ουσ.) άτομο ηλικίας δεκαέξι ετών. 2. που διαρκεί δεκαέξι χρόνια.
[δεκαέξ(ι) -α- (κατά τα τετρα-, πεντα- κτλ.) + -χρονος]
- δεκαεφτάχρονος -η -ο [δekaeftáxronos] Ε5 : 1. που είναι δεκαεφτά χρονών: Δεκαεφτάχρονη κοπέλα. || (ως ουσ.) άτομο ηλικίας δεκαεφτά ετών. 2. που διαρκεί δεκαεφτά χρόνια.
[δεκαεφτά + -χρονος]
- δεκαοχτάχρονος -η -ο [δekaoxtáxronos] & δεκαοκτάχρονος -η -ο [δekaoktáxronos] Ε5 : 1. που είναι δεκαοχτώ χρονών: Δεκαοχτάχρονη κοπέλα. || (ως ουσ.) άτομο ηλικίας δεκαοχτώ ετών. 2. που διαρκεί δεκαοχτώ χρόνια.
[δεκαοχτ(ώ), δεκαοκτ(ώ) -α- (κατά τα τετρα-, πεντα- κτλ.) + -χρονος]
- δεκαπεντάχρονος -η -ο [δekapendáxronos] Ε5 : 1. που είναι δεκαπέντε χρονών: Δεκαπεντάχρονη κοπέλα. || (ως ουσ.) άτομο ηλικίας δεκαπέντε ετών. 2. που διαρκεί δεκαπέντε χρόνια.
[δεκαπέντ(ε) -α- (κατά τα τετρα-, πεντα- κτλ.) + -χρονος]
- δεκατετράχρονος -η -ο [δekatetráxronos] Ε5 : 1. που είναι δεκατεσσάρων χρονών: Δεκατετράχρονη κοπέλα. || (ως ουσ.) άτομο ηλικίας δεκατεσσάρων ετών. 2. που διαρκεί δεκατέσσερα χρόνια.
[λόγ. δεκα(τέσσερα) -τετρα- + -χρονος κατά το τετράχρονος]