Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *φιλος
4 εγγραφές [1 - 4]
βιβλιόφιλος ο [vivliófilos] Ο19 : αυτός που αγαπά ιδιαίτερα τα βιβλία.

[λόγ. βιβλιο- + -φιλος]

νεκρόφιλος ο [nekrófilos] Ο20 : αυτός που έχει τη διαστροφή της νεκροφιλίας.

[λόγ. < γαλλ. nécrophile < nécrophilie = νεκροφιλ(ία) -ος (αναδρ. σχημ.)]

παλιόφιλος ο [palófilos] Ο20 : (οικ.) φίλος από παλιά, καλός και πιστός· φιλαράκος, φιλαράκι: Bρέθηκα με κάτι παλιόφιλους από τα μαθητικά μας χρόνια. Ε, βρε παλιόφιλε, πώς πέρασαν τα χρόνια!

[παλιο-Ι2 + φίλος]

φίλος ο [fílos] Ο18 θηλ. φίλη [fíli] Ο30 γεν. πληθ. φίλων : 1. άτομο με το οποίο αναπτύσσει κάποιος μια (στενή) κοινωνική σχέση, η οποία βασίζεται στην αμοιβαία αγάπη, συμπάθεια, εκτίμηση: Στενός / αδελφικός / πιστός / επιστήθιος / καρδιακός / παιδικός / οικογενειακός ~. (ειρ.) Άσπονδος ~. Είναι αχώριστες φίλες. Έγιναν φίλοι στο στρατό. Mας έκανε το φίλο. Είναι η καλύτερή μου φίλη. Ήρθα σαν ~. Ο βουλευτής θα δεχτεί τους πολιτικούς του φίλους στο γραφείο του. (γνωμ.) αγάπα το φίλο σου με τα ελαττώματά του. όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς*. ΠAΡ Πες μου ποιος είναι ο ~ σου να σου πω ποιος είσαι, ο καθένας διαμορφώνεται, επηρεάζεται από το κοινωνικό του περιβάλλον. Ο ~ στην ανάγκη* φαίνεται. ΠAΡ έκφρ. οι καλοί λογαριασμοί* κάνουν τους καλούς φίλους. ΠAΡ ΦΡ από μπρος κάνει το φίλο κι από πίσω* το σκύλο. || (μτφ.): Tο βιβλίο είναι ο καλύτερος ~. || για άτομο που είναι άγνωστο ή που δεν ξέρουμε το όνομά του: Ο ~ από δω θα μας εξηγήσει. || η κλητική φίλε!, ως προσφώνηση, κυρίως για άτομα άγνωστα (συχνά αντί του κύριε!): Φίλε, πάρε το αυτοκίνητό σου, γιατί εμποδίζει. 2. ερωτικός σύντροφος, εραστής, ερωμένος: Ήρθε με το φίλο της / με τη φίλη του. Kουβάλησε το φίλο της στο σπίτι. 3. αυτός που του αρέσει ιδιαίτερα κτ., που ενδιαφέρεται ή ασχολείται συστηματικά με αυτό (στο επίπεδο κυρ. των συμπεριφορών, των δραστηριοτήτων κτλ.): ~ της τάξης / της αλήθειας / του ποτού / του (καλού) φαγητού / των σπορ / του ποδοσφαίρου / του κινηματογράφου / του θεάτρου. Όμιλος φίλων θαλάσσης. φιλαράκος ο YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2. φιλαράκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[αρχ. φίλος· αρχ. φίλη· φίλ(ος) -αράκος, -αράκι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες