Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *φημ*
77 εγγραφές [21 - 30]
εικονογράφημα το [ikonoγráfima] Ο49 : ζωγραφική παράσταση σε έντυπο ή χειρόγραφο κείμενο· ζωγραφιά, εικόνα.

[λόγ. < μσν. εικονογράφημα < εικονογραφη- (εικονογραφώ) -μα]

εντρύφημα το [endrífima] Ο49 : (λόγ.) α. ό,τι προσφέρει ιδιαίτερη πνευματική απόλαυση, ευχαρίστηση. β. πνευματικό έργο που είναι αποτέλεσμα εντρύφησης.

[λόγ. < ελνστ. ἐντρύφημα]

επευφημία η [epefimía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επευφημώ· εκδήλωση έντονης επιδοκιμασίας ή ενθουσιασμού για κπ: Tο πλήθος ξέσπασε σε χειροκροτήματα κι επευφημίες.

[λόγ. επευφημ(ώ) -ία]

επευφημώ [epefimó] -ούμαι Ρ10.9 : εκδηλώνω με φωνές ή κραυγές έντονη επιδοκιμασία ή ενθουσιασμό για κπ.: Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατά την προσέλευσή του επευφημήθηκε από το συγκεντρωμένο πλήθος. Οι φίλαθλοι επευφημούν την ομάδα τους.

[λόγ. < αρχ. ἐπευφημῶ]

ευθυμογράφημα το [efθimoγráfima] Ο49 : πεζό δημοσιογραφικό είδος με χιουμοριστικό περιεχόμενο: Γράφει ευθυμογραφήματα σε περιοδικά και εφημερίδες.

[λόγ. εύθυμ(ος) -ο- + -γράφημα]

ευφημισμός ο [efimizmós] Ο17 : (γραμμ.) σχήμα λόγου στο οποίο αντικαθίσταται μια δυσοίωνη, απαγορευμένη ή γενικά πολύ αρνητικά φορτισμένη λέξη ή φράση, με μια άλλη που έχει εντελώς αντίθετη σημασία, π.χ. «Ειρηνικός Ωκεανός» αντί «τρικυμιώδης», «γλυκάδι» αντί «ξίδι», «Ευμενίδες» αντί «Ερινύες» κτλ. || (έκφρ.) κατ΄ ευφημισμό(ν), όταν χρησιμοποιούμε για κπ. ή για κτ. ένα θετικό χαρακτηρισμό που όμως δεν ανταποκρίνεται καθόλου στην πραγματικότητα: Aυτός είναι κατ΄ ευφημισμόν άνθρωπος, για κτηνώδη άνθρωπο. Διανυκτερεύσαμε σε ένα κατ΄ ευφημισμόν ξενοδοχείο, για να μην το ονομάσω χάνι.

[λόγ. < ελνστ. εὐφημισμός]

ευφημιστικός -ή -ό [efimistikós] Ε1 : που αναφέρεται στον ευφημισμό, που λέγεται κατ΄ ευφημισμό: Ευφημιστική χρήση μιας λέξης. Εύξεινος Πόντος είναι το ευφημιστικό όνομα της Mαύρης Θάλασσας. ευφημιστικά ΕΠIΡΡ κατ΄ ευφημισμό.

[λόγ. < ελνστ. εὐφημισ- (εὐφημίζομαι) `χρησιμοποιώ αίσιες λέξεις΄ -τικός]

εύφημος -η / -ος -ο [éfimos] Ε17 : επαινετικός, κυρίως στην έκφραση εύφημη / ~ μνεία, επαινετική αναφορά σε κπ.: Στην τελετή έγινε εύφημη μνεία (των ονομάτων) των μαθητών που ανέπτυξαν κοινωνική δράση. || είδος τιμητικής διάκρισης: Tου απονεμήθηκε το δίπλωμα της εύφημης μνείας. (λόγ.) ευφήμως ΕΠIΡΡ: Tο όνομά του αναφέρθηκε ~.

[λόγ. < ελνστ. εὔφημος, αρχ. σημ.: `αίσιος΄· λόγ. < αρχ. εὐφήμως]

εφημερεύω [efimerévo] Ρ5.1α : παρέχω υπηρεσία ολόκληρη την ημέρα ή ολόκληρο το εικοσιτετράωρο: Ο γιατρός εφημερεύει, εργάζεται πέρα από το κανονικό ωράριο, εκ περιτροπής με άλλους γιατρούς, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η συνεχής λειτουργία του νοσοκομείου. Tο νοσοκομείο εφημερεύει, δέχεται έκτακτα περιστατικά ημέρα και νύχτα.

[λόγ. < ελνστ. ἐφημερεύω `ασκώ υπηρεσία (συνήθ. στρατ.) την ημέρα΄]

εφημερεύων -ουσα -ον [efimerévon] Ε12 : που εφημερεύει: ~ γιατρός. Εφημερεύον νοσοκομείο.

[λόγ. < ελνστ. ἐφημερεύων `που έχει σειρά για υπηρεσία΄ μεε. του ἐφημερεύω]

< Προηγούμενο   1 2 [3] 4 5 ...8   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες