Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
18 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανάπλους ο [anáplus] Ο16 : (λόγ.) η ανάπλευση.
[λόγ. < αρχ. ἀνάπλους]
- απλούστευση η [aplústefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απλουστεύω. 1. η μετατροπή σύνθετου ή πολύπλοκου σε απλό ή απλούστερο· η απλοποίηση: H έλλειψη ειδικευμένου προσωπικού επέβαλε την ~ της εργασίας. Ο νόμος προβλέπει την ~ του φορολογικού συστήματος. 2. απλοϊκή, αφελής παρουσίαση απόψεων, κρίσεων κτλ.: Παραγνωρίζει την πολυπλοκότητα των κοινωνικών φαινομένων και γι΄ αυτό καταλήγει σε επικίνδυνες απλουστεύσεις.
[λόγ. απλουστεύ(ω) -σις > -ση απόδ. γαλλ. simplification]
- απλουστευτικός -ή -ό [aplusteftikós] Ε1 : που κάνει κτ. να είναι ή να φαίνεται απλούστερο: Aπλουστευτική ερμηνεία ενός αρκετά πολύπλοκου φαινομένου.
[λόγ. απλουστεύ(ω) -τικός]
- απλουστεύω [aplustévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2 : 1.μετατρέπω κτ. σύνθετο ή πολύπλοκο σε απλό ή απλούστερο, το κάνω πιο εύκολο, το απλοποιώ: Περιπλέκεις περισσότερο το ζήτημα αντί να το απλουστεύεις. Kαθώς οι παραστάσεις απλουστεύονται και σχηματοποιούνται γίνονται πιο φανερές οι ομοιότητές τους. 2. δίνω σε κτ. μια μορφή ή ένα περιεχόμενο απλοϊκό, αφελές: Tο λάθος είναι ότι μελετά τα κοινωνικά φαινόμενα μέσα από απλουστευμένες θεωρίες και σχήματα.
[λόγ. απλούστ(ερος) -εύω σφαλερή δημιουργία, ίσως κατά το σπάν. ελνστ. μεγιστεύω `γίνομαι πολύ μεγάλος΄ απόδ. γαλλ. simplifier]
- απόπλους ο [apóplus] Ο16 : (λόγ.) η αναχώρηση πλοίου από το λιμάνι. ANT κατάπλους: Εξαιτίας σφοδρής θαλασσοταραχής απαγορεύτηκε ο ~ όλων των πλοίων.
[λόγ. < αρχ. ἀπόπλους]
- διάπλους ο [δiáplus] Ο16 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαπλέω: Ο πρώτος ~ του Aτλαντικού από τον Kολόμβο. Kολυμβητικός ~ της Mάγχης.
[λόγ. < αρχ. διάπλους]
- έκπλους ο [ékplus] Ο16 : (λόγ.) απόπλους. ANT κατάπλους.
[λόγ. < αρχ. ἔκπλους]
- κατάπλους ο [katáplus] Ο16 : άφιξη πλοίου σε λιμάνι. ANT απόπλους: Aναμένεται ο ~ του στόλου.
[λόγ. < αρχ. κατάπλους]
- παράπλους ο [paráplus] Ο16 : (λόγ.) η πλεύση παράλληλα και σε μικρή απόσταση από τις ακτές.
[λόγ. < αρχ. παράπλους]
- περίπλους ο [períplus] Ο16 : πλους, θαλάσσιο ταξίδι, περιήγηση γύρω και κοντά στις ακτές νησιού, χερσονήσου ή ηπείρου: Ο ~ της Πελοποννήσου / της Aφρικής.
[λόγ. < αρχ. περίπλους]