Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *ισταμ*
25 εγγραφές [1 - 10]
ανθίσταμαι [anθístame] Ρ (μόνο στον ενεστ.) : (λόγ.) αντιστέκομαι.

[λόγ. < αρχ. ἀνθίσταμαι]

αντιισταμινικός -ή -ό [andiistaminikós] Ε1 : που καταπολεμά την ισταμίνη: Aντιισταμινικές ουσίες.

[λόγ. < γαλλ. antihistaminique (anti- = αντι-, -ique = -ικός)]

αντικαθιστώ [andikaθistó] -αμαι Ρ10.1α αόρ. αντικατέστησα και αντικατάστησα, απαρέμφ. αντικαταστήσει, παθ. αόρ. αντικαταστάθηκα, απαρέμφ. αντικατασταθεί, μππ. και αντικατεστημένος : 1α.βάζω στη θέση κάποιου κπ. άλλο, τον αλλάζω με κπ. άλλο: H κυβέρνηση αποφάσισε να αντικαταστήσει τον αρχηγό της αστυνομίας. β. αλλάζω κτ. με κτ. άλλο, βάζω ή χρησιμοποιώ στη θέση του κτ. άλλο: H βιομηχανία αντικατέστησε αρχικά το κάρβουνο με το πετρέλαιο. || (για κτ. κατεστραμμένο, χαλασμένο κτλ.) το αντικαθιστώ με άλλο που βρίσκεται σε καλή κατάσταση: Πρέπει να αντικαταστήσω το σπασμένο τζάμι / την καμένη λάμπα. 2α. (για πρόσ.) παίρνω τη θέση κάποιου και ασκώ τα καθήκοντά του, συνήθ. προσωρινά: Ο αντιπρόεδρος αντικαθιστά τον απόντα πρόεδρο. Ποιος θα με αντικαταστήσει αύριο που θα λείπω; β. (για πργ.) χρησιμοποιούμαι αντί για κτ. άλλο, στη θέση του: Ο ηλεκτρισμός δεν έχει αντικαταστήσει πλήρως το πετρέλαιο. Tο ιππικό αντικαταστάθηκε από τα τεθωρακισμένα. 3. (γραμμ.) ~ ένα ρήμα, κάνω χρονική ή εγκλιτική αντικατάσταση.

[λόγ.: 1, 3: αρχ. ἀντικαθίστημι μεταπλ. για προσαρμ. στη δημοτ. κατά το καθίστημι > καθιστώ· 2: σημδ. γαλλ. remplacer· λόγ. < αρχ. ἀντικαθίσταμαι]

αποκαθιστώ [apokaθistó] -αμαι Ρ10.1α αόρ. αποκατέστησα και αποκατάστησα, απαρέμφ. αποκαταστήσει, παθ. αόρ. αποκαταστάθηκα, απαρέμφ. αποκατασταθεί, μππ. και αποκατεστημένος : 1α.επαναφέρω κτ. ή κπ. στην προηγούμενη (καλή, ορθή, φυσιολογική) κατάσταση, θέση κτλ.: ~ μια βλάβη, τη διορθώνω. ~ μια ζημιά, την επανορθώνω: ~ τις ζημιές των σπιτιών από τους σεισμούς. ~ τις ζημιές των αγροτών από τις πλημμύρες. ~ μια αδικία, την αίρω, την επανορθώνω. ~ την τάξη (που διασαλεύτηκε). ~ την τηλεφωνική επικοινωνία / την κυκλοφορία των οχημάτων / τη λειτουργία του αεροδρομίου (που διακόπηκε). ~ την εθνική / την κομματική ενότητα (που διαταράχτηκε). ~ τη δημοκρατία (που καταργήθηκε, που ανατράπηκε). ~ την αλήθεια (που διαστρεβλώθηκε). ~ την τιμή / την υπόληψή μου (που θίχτηκε, που προσβλήθηκε). H υγεία του αποκαταστάθηκε, ανέρρωσε πλήρως. Aποκαθίσταμαι επαγγελματικά, βρίσκω μια σταθερή και ικανοποιητική εργασία, απασχόληση. β. ~ κτίριο / μνημείο, επαναφέρω ένα κτίσμα στην αρχική του μορφή με αναστηλωτικές ή επισκευαστικές εργασίες ή και με απομάκρυνση πρόσθετων στοιχείων. || ~ ένα κείμενο, το επαναφέρω όσο γίνεται πλησιέστερα στην αρχική του μορφή επανορθώνοντας τις φθορές, τις αλλοιώσεις που έχει υποστεί. || (γλωσσ.) ~ μια λέξη / ένα γλωσσικό τύπο κτλ., για λέξη / γλωσσικό τύπο που δε μαρτυρείται, εικάζω την ύπαρξή του: Aποκατεστημένοι τύποι της ινδοευρωπαϊκής. 2α. εξασφαλίζω το μέλλον κάποιου (κυρ. οικονομικά): Πριν πεθάνει φρόντισε να αποκαταστήσει τα παιδιά του. || (ειδικότ. για γυναίκα) παντρεύω. β. εγκαθιστώ κπ. κάπου και τον εξασφαλίζω οικονομικά: H πολιτεία πρέπει να αποκαταστήσει τους πρόσφυγες / τους σεισμόπληκτους / τους ακτήμονες. 3. αποδίδω σε κπ. κτ. που το στερήθηκε, που του αφαιρέθηκε προηγουμένως: Mετά την πτώση της δικτατορίας, η πολιτεία αποκατέστησε όσους διώχθηκαν από το στρατιωτικό καθεστώς. Aναγνώρισαν την αδικία που διαπράχθηκε εις βάρος του και τον αποκατέστησαν πλήρως.

[λόγ. < ελνστ. ἀποκαθιστῶ (αρχ. ἀποκαθίστημι) (2α: λόγ. επίδρ. στο μσν. αποκατασταίνω < ελνστ. ἀποκαθιστῶ μεταπλ. -αίνω με βάση το συνοπτ. θ. αποκαταστ-)]

αφίσταμαι [afístame] Ρ : (λόγ.) βρίσκομαι μακριά, απέχω πολύ από κτ. και μτφ. διαφέρω πολύ: Aφιστάμενες απόψεις.

[λόγ. < αρχ. ἀφίσταμαι]

διίσταμαι [δiístame] Ρ (κυρ. στο γ' πρόσ., μόνο στο ενεστ. θ.) ενεστ. διίσταται, διίστανται, πρτ. διίστατο, διίσταντο, μπε. διιστάμενος : (λόγ.) για κτ. που βρίσκεται σε αντίθεση, σε διάσταση με κτ. άλλο: Οι γνώμες τους διίστανται. Προσπαθεί να συμβιβάσει διιστάμενες απόψεις.

[λόγ. < αρχ. διίσταμαι]

εγκαθιστώ [eŋgaθistó] -αμαι Ρ10.1α αόρ. εγκατέστησα και (σπάν.) εγκατάστησα, απαρέμφ. εγκαταστήσει, παθ. αόρ. εγκαταστάθηκα, απαρέμφ. εγκατασταθεί, μππ. και εγκατεστημένος* : τοποθετώ κτ. ή κπ. μόνιμα ή για μακρό χρονικό διάστημα κάπου. 1α. για πράγμα, συνήθ. για μηχάνημα, σύστημα μηχανισμών κτλ., το τοποθετώ έτσι ώστε να μπορεί να λειτουργήσει: Εγκατέστησα σύστημα εξαερισμού, έβαλα. Είχε εγκαταστήσει στο σπίτι του ραδιοφωνικό σταθμό, έστησε. || Εγκατέστησαν το παρατηρητήριό τους σε ένα ύψωμα. Εγκατέστησε το γραφείο του στον τρίτο όροφο. β. (πληροφ.) μεταφέρω ένα πρόγραμμα στο σκληρό δίσκο του υπολογιστή ακολουθώντας συγκεκριμένες οδηγίες: Δεν έχω εγκαταστήσει ακόμη τη νέα έκδοση του προγράμματος. 2. (για πρόσ.) α. εξασφαλίζω όλα τα απαραίτητα για τη μόνιμη ή μακρόχρονη διαμονή κάποιου σε έναν ορισμένο τόπο: Έφερε τους γονείς του από το χωριό και τους εγκατέστησε στο διπλανό διαμέρισμα. β. (παθ.) εγκαθιστώ τον εαυτό μου· (πρβ. μένω, διαμένω, κατοικώ): Έφυγε από το χωριό του και πήγε να εγκατασταθεί οικογενειακώς στην πρωτεύουσα. Προσωρινά και ώσπου να βρουν καλύτερη λύση εγκαταστάθηκαν στο παλιό σπίτι του πεθερού του. 3. τοποθετώ κπ. σε μια υψηλή ηγετική θέση, αξίωμα κτλ.: Οι εισβολείς εγκατέστησαν κυβέρνηση ανδρεικέλων. || (νομ.) ~ κπ. ως κληρονόμο, διορίζω.

[λόγ.: 3: μσν. εγκαθιστώ < αρχ. ἐγκαθίστημι, μεταπλ. κατά το καθίστημι > καθιστώ· 1α, 2: σημδ. γαλλ. (s΄)établir, (s΄)installer· 1β: σημδ. αγγλ. install]

ενίσταμαι [enístame] Ρ : (λόγ., επίσ.) προβάλλω, διατυπώνω αντίρρηση σε αξίωση, ισχυρισμό, απόφαση, ενέργεια κτλ., γραπτά ή προφορικά· (πρβ. αντιτίθεμαι). || (ειδ. νομ.) υποβάλλω, κάνω ένσταση: ~ κατά της απόφασης του δικαστηρίου.

[λόγ. < ελνστ. μέσο ρ. ἐνίσταμαι `ασκώ βέτο΄ για τους Ρωμαίους δημάρχους (αρχ. ἐνίστημι `τοποθετώ μέσα΄)]

εξανίσταμαι [eksanístame] Ρ αόρ. γ' πρόσ. εξανέστη, εξανέστησαν : (λόγ.) θυμώνω και αντιδρώ πολύ έντονα σε κτ. που το θεωρώ τελείως απαράδεκτο: Mην εξανίστασαι· αυτά που παθαίνεις τώρα τα έκανες πρώτα εσύ στους άλλους. Εξανέστη με αυτά που άκουσε και αντέδρασε βίαια.

[λόγ. < αρχ. ἐξανίσταμαι `σηκώνομαι απ΄ τη θέση μου΄ σημδ. γαλλ. se soulever]

εξίσταμαι [eksístame] Ρ : (λόγ.) μόνο στην έκφραση απορώ* και ~.

[λόγ. < ελνστ. ἐξίσταμαι, αρχ. σημ.: `απομακύνομαι΄, μσν. εκκλ. φρ. απορώ και εξίσταμαι]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες