Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *ελαιο*
67 εγγραφές [1 - 10]
-έλαιο [éleo] : β' συνθετικό σε σύνθετα ουδέτερα ουσιαστικά· δηλώνει: 1. το λάδι που παράγεται από τον καρπό που εκφράζει το α' συνθετικό: αραβοσιτ~, σογι~, σπορ~. 2. γενικά τις ελαιώδεις ουσίες που παίρνουμε για φαρμακευτικούς ή άλλους σκοπούς από το φυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: ανθ~, ανισ~. 3α. ουσίες που αποτελούν υγρά καύσιμα: πετρ~. β. προϊόντα απόσταξης του πετρελαίου: ορυκτ~, μηχαν~.

[λόγ. < ελνστ. -έλαιον < αρχ. ουσ. ἔλαιον ως β' συνθ.: ελνστ. ἀμυγδαλ-έλαιον & μτφρδ.: πετρ-έλαιο < γαλλ. pétrole < μσνλατ. petroleum]

αγελαίος -α -ο [ajeléos] Ε4 : (λόγ.) 1. (για ζώο) που ανήκει ή που αναφέρεται στην αγέλη: Tο αγελαίο ένστικτο των ζώων. 2. (μτφ.) που έχει το χαρακτήρα της αγέλης, του όχλου: Aγελαίες και άβουλες μάζες. Aγελαία σκέψη.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀγελαῖος· 2: κατά τη σημ. του αγέλη2]

αγουρέλαιο το [aγuréleo] Ο42 : το ελαιόλαδο που παράγεται: α. από ελιές που δεν έχουν ωριμάσει εντελώς. β. από την απλή έκθλιψη των καρπών της ελιάς (χωρίς θέρμανση)· παρθένο λάδι.

[λόγ. αγουρ(ο)- + -έλαιο μτφρδ. του λαϊκού αγουρόλαδο]

αμυγδαλέλαιο το [amiγδaléleo] Ο41 : (λόγ.) το αμυγδαλόλαδο.

[λόγ. < ελνστ. ἀμυγδαλέλαιον]

αραβοσιτέλαιο το [aravositéleo] Ο41 : λάδι που παράγεται από αραβόσιτο· καλαμποκέλαιο.

[λόγ. αραβόσιτ(ος) + -έλαιο]

αραχιδέλαιο το [araxiδéleo] Ο41 : λάδι από το φυτό αραχίδα.

[λόγ. αραχιδ- (δες αραχίδα) + -έλαιο]

βαμβακέλαιο το [vamvakéleo] Ο41 : λάδι που βγαίνει από τους σπόρους του βαμβακιού.

[λόγ. βαμβακ(ο)- + -έλαιον μτφρδ. αγγλ. cottonseed oil]

δαφνέλαιο το [δafnéleo] Ο42 : (λόγ.) δαφνόλαδο.

[λόγ. < ελνστ. δαφνέλαιον]

έλαιο το [éleo] Ο40 : (λόγ.) λάδι οποιασδήποτε προέλευσης και χρήσης: Φυτικά / ζωικά έλαια. Ορυκτά έλαια, ορυκτέλαια. Πτητικό / αιθέριο / αρωματικό / λιπαντικό ~.

[λόγ. < αρχ. ἔλαιον `λάδι ελιάς΄ & σημδ. γαλλ. huile]

ελαιο- 1 [eleo] & ελαιό- [eleó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ελαι- [ele], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· σε σύνθεση με λόγιας προέλευσης β' συνθετικό σε περίπτωση που υπάρχει και αντίστοιχο μη λόγιο· με αναφορά: 1. στο δέντρο της ελιάς· (πρβ. λιο- 2): ελαιότοπος, ~φυτεία· ελαιόφυτος. 2. στο ελαιόλαδο (αλλά και στα υπόλοιπα φυτικά έλαια) και στον καρπό της ελιάς· (πρβ. λαδο-): ~παραγωγός· ~παραγωγή, ~τριβείο· ~παραγωγικός· ελαιεμπόριο, ελαιέμπορος, λαδεμπόριο, λαδέμπορος.

[λόγ. < αρχ. ἐλαι(ο)- θ. του ουσ. ἔλαιο(ν) `λάδι΄ ως α' συνθ.: αρχ. ἐλαιο-λόγος `που μαζεύει ελιές΄, ελνστ. ἐλαιο-κομία, ἐλαιο-τρίβιον, μσν. ελαιό-λαδον]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...7   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες