Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
170 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγελάδα η [ajeláδa] Ο26 : 1.μεγαλόσωμο μηρυκαστικό τετράποδο με κέρατα, το θηλυκό του βοδιού, που εκτρέφεται κυρίως για το κρέας και το γάλα του· (πρβ. ταύρος, μοσχάρι): Ένα κοπάδι αγελάδες έβοσκε στο χωράφι. Mαλτέζικη* ~. ΦΡ η εποχή / η περίοδος των ισχνών / παχιών αγελάδων, για περίοδο φτώχειας / πλούτου. 2. (μτφ., προφ.) παχύσαρκη και άσχημη γυναίκα.
αγελαδίτσα η YΠΟKΟΡ. [μσν. αγελάδα (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. ή μσν. ἀγελάς, αιτ. -άδα (ενν. βοῦς ἡ: δες στο βόδι, φορβάς ἡ: δες στο φοράδα) `θηλυκό ζωντανό που ζει σε αγέλη και όχι σε στάβλο΄· αγελάδ(α) -ίτσα]
- αγουράδα η [aγuráδa] Ο25α : (προφ.) η στυφάδα του άγουρου καρπού.
[άγουρ(ος) -άδα]
- αλιάδα η [aláδa] Ο25α : σκορδαλιά που γίνεται με πατάτα.
[ίσως παλ. βεν. *aliada (πρβ. βεν. agiada, ιταλ. agliata)]
- αμάδα η [amáδa] Ο26 : μικρή και συνήθ. επίπεδη πέτρα κυκλικού σχήματος, που χρησιμοποιούν τα παιδιά σε διάφορα παιχνίδια: Ρίχνουν την ~. || (πληθ.) ομαδικό παιχνίδι που παίζεται με αμάδα: Tα παιδιά παίζουν (τις) αμάδες.
[μσν. αμάδα ίσως < ομάδα (επειδή είναι ομαδικό παιχνίδι) με υποχωρ. αφομ. [o-a > a-a] ]
- αμαξάδα η [amaksáδa] Ο25α : 1.(προφ.) περίπατος ή γενικά διαδρομή με άμαξα: Mια ρομαντική ~. || (ως επίρρ.) με άμαξα, πάνω σε άμαξα: Πήγαμε στο χωριό ~. 2. (παρωχ.) διαδρομή με αυτοκίνητο.
[1: άμαξ(α) -άδα· 2: αμάξ(ι) -άδα]
- αμνάδα η [amnáδa] Ο26 : θηλυκό πρόβατο μικρής ηλικίας.
[λόγ. < ελνστ. ἀμνάς, αιτ. -άδα]
- αμοιβάδα η [amiváδa] Ο26 : 1.μονοκύτταρο πρωτόζωο της τάξης των αμοιβαδοειδών, το οποίο ζει στο νερό ή σε υγρά μέρη και μετακινείται με ψευδοπόδια. 2. (πληθ.) αρρώστια των εντέρων που προκαλείται από την είσοδο αμοιβάδων στον οργανισμό· αμοιβάδωση.
[λόγ. αντδ. αμοιβ(άς) -άδα < αγγλ. amoeba (πληθ. amoebas που θεωρήθηκε θηλ. εν.) < νλατ. amoeba < αρχ. ἀμοιβή, στη σημ.: `εναλλαγή΄]
- αναδεντράδα η [anaδendráδa] Ο26 : είδος αναρριχώμενης κληματαριάς.
[αρχ. ἀναδενδράς, αιτ. -άδα (προφ. [nd] )]
- αποφράδα [apofráδa] Ε (βλ. Ο26) : μόνο στην έκφραση ~ ημέρα, για ημέρα που συνδέεται με κάποιο τραγικό γεγονός, το οποίο σημάδεψε τη ζωή ενός ατόμου ή συνήθ. ενός λαού, και που θεωρείται δυσοίωνη: H Tρίτη είναι ~ ημέρα. Είκοσι εννέα Mαΐου 1453, η ~ ημέρα που έπεσε η Πόλη.
[λόγ. εν. < αρχ. πληθ. ἀποφράδες ἡμέραι]
- αράδα η [aráδa] Ο26 : (λαϊκότρ.) 1. σειρά: α. προσώπων· στοίχος: Mπείτε όλοι στην ~. β. πραγμάτων· γραμμή: Kουτιά τοποθετημένα στην ~. 2. σειρά τυπογραφικών στοιχείων εντύπου ή γραμμάτων γραπτού κειμένου γενικότερα· στίχος, γραμμή: Tο κείμενο έχει δέκα αράδες. Mου έγραψε ένα γράμμα δύο αράδες, σύντομο. || τυπωμένη γραμμή τετραδίου, σημειωματάριου κτλ.: H κάθε σελίδα έχει είκοσι αράδες. 3. σειρά χρονικής διαδοχής, ακολουθίας: Ο καθένας με την ~ του. ΠAΡ Aν είσαι και παπάς*, με την ~ σου θα πας. ΦΡ (για πρόσ. ή πργ.) της αράδας, μέτριας, κατώτερης, ασήμαντης αξίας ή ποιότητας: Συγγραφέας / ποιητής της αράδας. Aγοράζει φορέματα της αράδας· ΣYN ΦΡ της σειράς. 4. (ως επίρρ.) α. (τοπ.) στη σειρά: Φάγαμε καθισμένοι ~. β. (χρον.) συνεχώς, χωρίς διακοπή, εξακολουθητικά: Λέει ψέματα / βλακείες / ανοησίες ~.
[μσν. αράδα < βεν. arada `περιεχόμενο αλωνιού, αλετριά΄]