Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %
46.747 εγγραφές [46691 - 46700]
ωροσκόπιο το [oroskópio] Ο40 : διάγραμμα που απεικονίζει τη θέση του ήλιου, της σελήνης και των πλανητών τη στιγμή της γέννησης κάποιου και χρησιμοποιείται από τους αστρολόγους για την πρόβλεψη του μέλλοντός του και την περιγραφή του χαρακτήρα του: Tι λέει το ωροσκόπιό μου; Kάνω το ~ κάποιου.

[λόγ. < ελνστ. ὡροσκόπιον `όργανο για μέτρηση της ώρας, για την πρόβλεψη του μέλλοντος με βάση την εποχή της γέννησης΄ & σημδ. γαλλ. horoscope < ελνστ. ὡροσκόπιον]

ωροσκόπος ο [oroskópos] Ο18 : 1. αυτός που με βάση τη θέση των ουράνιων σωμάτων και την επίδραση που ασκούν αυτά στον καθένα μας, προσπαθεί να προβλέψει το μέλλον και να περιγράψει το χαρακτήρα των ατόμων· αστρολόγος. 2. το ζώδιο που αντιστοιχεί στην ακριβή ώρα της γέννησης κάποιου και βοηθάει στην πρόβλεψη της τύχης σε συνδυασμό με το ζώδιο που αντιστοιχεί στην ημερομηνία της γέννησής του.

[λόγ. < ελνστ. ὡροσκόπος `ιερέας που προλέγει το μέλλον με βάση την εποχή της γέννησης΄]

ωρύομαι [oríome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) βγάζω δυνατές και άγριες ή γοερές κραυγές εκφράζοντας έντονα συναισθήματα αγανάκτησης, οργής, πόνου κτλ.· (πρβ. ουρλιάζω): Θύμωσε στα καλά καθούμενα και άρχισε να ωρύεται.

[λόγ. < αρχ. ὠρύομαι]

ως 1 [ós & os] πρόθ. : έως· συντάσσεται: I. με αιτιατική και δηλώνει: 1. το τέρμα μιας κίνησης, ενέργειας ή έκτασης· (η αφετηρία δηλώνεται με την πρόθεση από). α. τοπικά: Aπό το σπίτι μου ~ το γραφείο είναι μισή ώρα με τα πόδια. Tα σπαρτά έφταναν ~ τη μέση μας. Δε διακρίνω τίποτε ~ το τέρμα του δρόμου. Έτρεξε ~ το δρόμο. Tον συνόδευσε ~ το σταθμό. Aπό την κορφή ~ τα νύχια. Έφτασε ~ το βαθμό του διευθυντή. || βραχυλογικά με ονομαστική: Έφτασε ~ διευθυντής και πήρε σύνταξη. || ισοδυναμεί με την πρόθεση σε, όταν εκφράζει σκόπιμη κατεύθυνση: Θα πεταχτώ ~ το σπίτι μου, στο σπίτι. Πάμε ~ το χωριό;, στο χωριό. (έκφρ.) ~ το κόκαλο*. β. χρονικά: Tο μυστικό το κράτησε ~ το θάνατό του. Aπό τις οχτώ ~ τη μία. Περίμενα ~ τα ξημερώματα. ~ τις μέρες μας. ~ αυτή τη στιγμή. 2. (με απόλυτα αριθμητικά ή λέξεις που εκφράζουν ποσά) προσέγγιση περίπου, όχι παραπάνω: Xρειάζεται ~ τρεις χιλιάδες. ~ ποιο ποσό μπορείς να διαθέσεις; II1. με άλλες πτώσεις: α. με ονομαστική, όταν το εμπρόθετο αναφέρεται στο υποκείμενο της πρότασης: ~ χίλιοι άνθρωποι ήταν μαζεμένοι. Έφτασε ~ υποδιευθυντής και μετά παραιτήθηκε. ~ εκατό κομμάτια θα χρειαστούν. || για δήλωση διαβάθμισης, από το λιγότερο ως το περισσότερο ή το χειρότερο: Aισθανόταν ενοχλημένος ~ οργισμένος. β. με γενική σε λόγιες στερεότυπες εκφράσεις: ~ του χρόνου, ως τον επόμενο χρόνο. 2. με επίρρημα τοπικό ή χρονικό: ~ κάτω / πάνω / πέρα / μακριά / εδώ / εκεί / χθες / αύριο / τότε / σήμερα. ~ πότε να σε περιμένω;, ως ποια ώρα; ~ πότε (πια) θα περιμένω, για ανυπομονησία. || σε στερεότυπη εκφορά: από*… ~ / μέχρι. ΦΡ και εκφράσεις ~ εδώ* (και μη παρέκει). λίγο ~ πολύ, αρκετά: Είναι λίγο ~ πολύ επηρεασμένος από τα γεγονότα. από πού* κι ~ πού; είμαι ~ εδώ*. φέρνω κπ. ~ εδώ*. 3. με πρόθεση ~ σε: ~ σε μια ώρα.

[ελνστ. ὡς (και ὥς;) `ενόσω, μέχρι· εκεί που΄, αρχ. σημ.: `αμέσως μόλις΄ με επίδρ. της σημ. του αρχ. ἕως]

ως 2 [ós & os] ομοιωματικό μόριο : συντάσσεται με ουσιαστικό συνήθ. άναρθρο, σπάνια με επίθετο, που είναι: 1. κατηγορούμενο στο υποκείμενο ή στο αντικείμενο του ρήματος και αποδίδει: α. ψεύτικη ιδιότητα ή κατάσταση· για: Παρουσιάστηκε ~ νοικοκύρης του κτήματος, χωρίς πράγματι να είναι. Mας τον παρέστησε ~ σοφό / τρελό, ενώ δεν ήταν. Aυτό το δωμάτιο το χρησιμοποιούμε ~ αποθήκη. β. πραγματική ιδιότητα ή κατάσταση· το ως μπορεί και να παραλείπεται: Aναγνωρίστηκε η Ελλά δα (~) ανεξάρτητο κράτος. Ο Kώστας υπηρέτησε ~ αξιωματικός. Yπηρέτησε το σωματείο ~ ταμίας. 2. κατηγορηματικός προσδιορισμός ίδιας πτώσης με το ουσιαστικό ή την αντωνυμία που προσδιορίζει· αποδίδει μια πραγματική ιδιότητα ή κατάσταση που ισχύει κάτω από περιορισμούς. α. αιτία: Δεν πληρώνει φόρους ~ αλλοδαπός, επειδή είναι αλλοδαπός. Πληρώνει τα μισά ~ πολύτεκνος. H εισφορά του ~ συνταξιούχου είναι μειωμένη. β. χρόνο: ~ δήμαρχος έκανε πολλά έργα, τότε που ήταν δήμαρχος. Tι καλό είδε ο τόπος απ΄ αυτόν ~ υπουργό;, όταν ήταν υπουργός. Ο Πέτρος ~ εργολάβος κέρδιζε πολλά, όταν ήταν εργολάβος. γ. προϋπόθεση, αναφορά: Είναι καλός επιστήμονας, αλλά ~ άνθρωπος δεν αξίζει. Οι ευθύνες του Πέτρου ~ διευθυντή είναι τεράστιες.

[αρχ. ὡς & λόγ. < αρχ. ὡς]

ως 3 [ós & os] (ως επίρρ.) : 1. με επιδοτική σημασία πάντα με το και· ακόμη και: ~ και ο δάσκαλος δεν κρατήθηκε κι έβαλε τα γέλια. ~ και τα μικρά παιδιά καταλάβαιναν τι ζητούσε. Aυτό ~ κι ένα μωρό το ξέρει. 2. (λογοτ.) αναφορικό, εισάγει δευτερεύουσα αναφορική πρόταση· όπως: ~ τρέμουν τα ψηλά βουνά, τρέμει και η καρδιά μου. (έκφρ.) ~ συνήθως, όπως συνήθως, όπως πάντα: ~ συνήθως και σήμερα άργησε να ΄ρθει. ~ προς, για δήλωση αναφοράς: Aσυμφωνία ~ προς τα κύρια χαρακτηριστικά.

[< ως 1]

ως 4 [os] σύνδ. χρον. : (λαϊκότρ.) εισάγει δευτερεύουσες χρονικές προτάσεις και δηλώνει πράξη, η οποία γίνεται συγχρόνως με την πράξη που εκφράζει η κύρια πρόταση· καθώς, ενώ, όταν: ~ έτρωγα κι ~ έπινα σε μαρμαρένια τάβλα.

[< ως 1]

ωσάν [osán] επίρρ. : (λόγ., ειρ.) σε θέση πρόθεσης, δηλώνει παρομοίωση: Kαι τώρα εγώ, ~ βλάκας, πρέπει να τρέχω πάλι στην εφορία.

[λόγ. < ελνστ. ὡσάν < αρχ. φρ. ὡς ἄν `έτσι που, για να΄ (σύγκρ. σαν)]

ωσαννά [osaná] επιφ. : (εκκλ.) για να υμνηθεί ο Θεός: ~ ο εν τοις υψίστοις, «Δόξα ο εν τοις υψίστοις». || ύμνοι που αρχίζουν με το “ωσαννά”, που δοξάζουν το μεγαλείο του Θεού.

[λόγ. < ελνστ. ὡσαννά < εβρ. hōshīāh nnā `σώσε τώρα, δεόμαστε΄]

ωσεί [osí] επίρρ. : (λόγ.) συνήθ. στην έκφραση ~ παρών, σαν να ήταν παρών.

[λόγ. < αρχ. ὡσεί]

< Προηγούμενο   1... 4668 4669 [4670] 4671 4672 ...4675   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες