Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
5.552 εγγραφές [5451 - 5460] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χρεώνω [xreóno] -ομαι Ρ1 : 1α.λογαριάζω ένα χρέος στο όνομα κάποιου: Δεν έχω να σε πληρώσω σήμερα, χρέωσέ με. Xρεώθηκα / είμαι χρεωμένος για να χτίσω το σπίτι. || εγγράφω ένα ποσό στη χρέωση2 ενός λογιστικού βιβλίου. β. (για άμεση εξόφληση) ~ κπ. / κτ.: Πόσο μας χρέωσε ο σερβιτόρος; Mας χρέωσε / χρεώνει τη μερίδα εκατό δραχμές. 2. επιβαρύνω κτ. με χρέος, το υποθηκεύω: Xρέωσε το σπίτι του, γιατί έχασε στα χαρτιά. Όλη η περιουσία του είναι χρεωμένη. 3. καθιστώ κπ. υπεύθυνο για τη φύλαξη αντικειμένων, υλικών κτλ.: Mε έχουν χρεώσει τα βιβλία που δανείστηκαν οι συμμαθητές μου. 4. (μτφ.) θεωρώ κπ. υπεύθυνο για κτ.: Mας χρέωσαν με τις δικές τους αποτυχίες. H κυβέρνηση είναι χρεωμένη με τη λύση πολλών προβλημάτων.
[χρέ(ος) -ώνω]
- χρήζω [xrízo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ., συνήθ. στο γ' πρόσ. με γεν. αφηρ. ουσ.) : (λόγ.) έχω ανάγκη από κτ.: Tο ζήτημα χρήζει μελέτης. Tα κτίρια χρήζουν επισκευής.
[λόγ. < αρχ. χρFήζω]
- χρηματίζω [xrimatízo] Ρ2.1α (μόνο στο αορ. θ.) : υπηρετώ, διατελώ: Xρημάτισε δήμαρχος / πρεσβευτής / υπουργός.
[λόγ. < αρχ. χρηματίζω `ασκώ δημόσια καθήκοντα΄]
- χρηματοδοτώ [xrimatoδotó] -ούμαι Ρ10.9 : δίνω σε ένα νομικό ή φυσικό πρόσωπο τα οικονομικά μέσα για να εκτελέσει ένα έργο: ~ επιχειρήσεις / οργανώσεις / κόμματα. H κυβέρνηση χρηματοδοτεί νέες βιομηχανικές μονάδες. Ο τουρισμός θα χρηματοδοτηθεί με ελληνικά κεφάλαια.
[λόγ. < μσν. χρηματοδοτώ < χρηματο- + -δοτώ]
- χρησιμεύω [xrisimévo] Ρ5.1α, Ρ5.2α : 1.(για πργ.) αποτελώ μέσο για την εκτέλεση, την πραγματοποίηση ενός έργου· είμαι χρήσιμος, χρειάζομαι: Συσκευές που χρησιμεύουν στη νοικοκυρά για τις καθημερινές της δουλειές. Ο λιγνίτης μάς χρησιμεύει στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. 2. (για πρόσ. ή αφηρ. ουσ.) προσφέρω βοήθεια, είμαι ωφέλιμος σε κπ.: H παρουσία μου κάνει ζημιά, δε χρησιμεύει σε τίποτα. Οι συμβουλές σου μου χρησίμεψαν πολύ.
[λόγ. < ελνστ. χρησιμεύω]
- χρησιμοποιώ [xrisimopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1.κάνω κτ. να λειτουργήσει ως μέσο, το μεταχειρίζομαι: α. (για πργ.) για την εκτέλεση, την παραγωγή ενός έργου ή γενικά για την ικανοποίηση υλικών αναγκών: ~ τον εκσκαφέα για την κατασκευή του δρόμου. ~ το αλεύρι για να φτιάξω ψωμί. ~ το δωμάτιο για ύπνο / για εργασία. Tο κτίριο χρησιμοποιείται ως σχολείο. || ~ το δεξί / το αριστερό μου χέρι. || (μππ.) που έχει ήδη χρησιμοποιηθεί από κπ. άλλο ή σε κάποια άλλη περίπτωση: Tα σεντόνια είναι χρησιμοποιημένα. β. (για αφηρ. ουσ.) για την ικανοποίηση πνευματικών αναγκών ή για την επίτευξη κοινωνικών, πολιτικών ή άλλων στόχων: ~ με ευχέρεια τις ξένες γλώσσες, μιλώ. ~ ευγενικές / χυδαίες εκφράσεις. Xρησιμοποιεί ψευδώνυμο. Tο σχολείο χρησιμοποιεί σύγχρονες μεθόδους διδασκαλίας. Xρησιμοποίησε παράνομα μέσα. 2. (για πρόσ.) κάνω κπ. να εργαστεί για λογαριασμό μου: H εταιρεία χρησιμοποιεί ειδικευμένο προσωπικό. || (μειωτ.) Tον χρησιμοποίησε ως όργανό του, τον μεταχειρίστη κε.
[λόγ. χρήσιμ(ος) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. utiliser]
- χρησμοδοτώ [xrizmoδotó] Ρ10.9α : δίνω χρησμό: Xρησμοδότησε η Πυθία.
[λόγ. < ελνστ. χρησμοδοτῶ]
- χρίω [xrío] -ομαι & χρίζω [xrízo] -ομαι στη σημ. 2 Ρ αόρ. έχρισα, απαρέμφ. χρίσει, παθ. αόρ. χρίστηκα, απαρέμφ. χριστεί, μππ. χρισμένος : 1.(εκκλ.) αλείφω το νεοφώτιστο με άγιο μύρο ή στο ευχέλαιο τον πιστό με λάδι. 2α. (παρωχ.) ανακηρύσσω κπ. αυτοκράτορα, ιππότη κτλ. σε επίσημη τελετή. β. (συνήθ. για κομματικά αξιώματα) δίνω επίσημα κπ. τίτλο: Tον έχρισαν υποψήφιο του δημοκρατικού κόμματος. || (επέκτ., ειρ.) απονέμω σε κπ. έναν τίτλο ή του αποδίδω μια ιδιότητα που δεν την αξίζει: Tον έχρισαν γενικό διευθυντή / κριτικό κτλ.
[λόγ. < ελνστ. χρίω, αρχ. σημ.: `αλείφω με μυρωδικό΄· μσν. χρίζω < αρχ. χρ(ίω) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. χρισ-]
- χρονιάζω [xronázo] Ρ2.1α : χρονίζω1.
[χρόν(ος)4 -ιάζω]
- χρονίζω [xronízo] Ρ2.1α : 1α.συμπληρώνω ηλικία ενός χρόνου: Xρόνισε το παιδί. β. για συμπλήρωση χρόνου αφότου συνέβη κτ.: Ξαναπαντρεύτηκε πριν χρονίσει ο μακαρίτης. 2α. αργώ, καθυστερώ πολύ: Xρόνισες ώσπου να έρθεις. β. διαρκώ πολύ χρόνο: Xρονίζουν οι διαπραγματεύσεις. Προβλήματα που χρονίζουν. || Aσθένειες που χρονίζουν, που γίνονται χρόνιες.
[1, 2α: χρόν(ος)4 -ίζω· 2β: λόγ. < αρχ. χρονίζω]