Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
291 εγγραφές [231 - 240] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πρασινωπός -ή -ό [prasinopós] Ε1 : που έχει χρώμα ή όψη που πλησιάζει προς το πράσινο: Tο ύφασμα είχε ένα πρασινωπό χρώμα.
[λόγ. πράσιν(ος) -ωπός]
- πρεσβύωπας ο [prezvíopas] Ο5 : αυτός που πάσχει από πρεσβυωπία. ANT μύωπας.
[λόγ. πρεσβυ(ωπία) -ωψ > -ωπας κατά το μύωψ > μύωπας]
- πρεσβυωπία η [prezviopía] Ο25 : η μείωση της ικανότητας της όρασης (ιδ. των ηλικιωμένων) να διακρίνει αντικείμενα σε κοντινή απόσταση. ANT μυωπία: Γυαλιά πρεβσυωπίας / για ~.
[λόγ. < νλατ. presbyopia < αρχ. πρέσβυ(ς) `ηλικιωμένος΄ + -opia < αρχ. ὤπ- (ὤψ) `μάτι΄ -ia = -ία]
- πρεσβυωπικός -ή -ό [prezviopikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην πρεσβυωπία. ANT μυωπικός: Πρεσβυωπικά γυαλιά.
[λόγ. < αγγλ. presbyopic < presbyop(ia) = πρεσβυωπ(ία) -ic = -ικός]
- προάνθρωπος ο [proánθropos] Ο19 (συνήθ. πληθ.) : ενδιάμεσος τύπος μεταξύ ανθρώπου και πιθήκου, που θεωρείται ως ο άμεσος πρόγονος του ανθρώπου.
[λόγ. προ- άνθρωπος μτφρδ. γερμ. Vormensch]
- προμετωπίδα η [prometopíδa] Ο26 : 1. η σελίδα του βιβλίου στην οποία αναγράφεται ο πλήρης τίτλος του. 2. ο χώρος της σελίδας ενός εντύπου (εφημερίδας, περιοδικού κτλ.), όπου αναγράφεται ο τίτλος του.
[λόγ. < ελνστ. προμετωπίς, αιτ. -ίδα `κράνος αλόγου΄ σημδ. νλατ. frontispicium (υστλατ. σημ.: `πρόσοψη κτιρίου΄)]
- προσωπάρχης ο [prosopárxis] Ο10 θηλ. προσωπάρχης [prosopárxis] : ο διευθυντής του προσωπικού (των υπαλλήλων) σε δημόσια υπηρεσία ή σε ιδιωτική εταιρεία.
[λόγ. προσωπ(ικόν) + -άρχης μτφρδ. γαλλ. chef du personnel· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- προσώπατα τα [prosópata] Ο41 : (λαϊκ.) πρόσωπα, κυρίως για γνωστά, σπουδαία πρόσωπα.
[πληθ. της λ. πρόσωπο αναλ. προς τα ονόματα]
- προσωπείο το [prosopío] Ο39 : 1α. ομοίωμα προσώπου, που κάλυπτε το πρόσωπο ή και ολόκληρο το κεφάλι και που το χρησιμοποιούσαν οι ηθοποιοί στο αρχαίο ελληνικό θέατρο (και σήμερα σε ξένα παραδοσιακά θέατρα ή σε παραδοσιακές παραστάσεις): Tραγικό / κωμικό ~, με τραγική ή με κωμική έκφραση. Nεκρικό ~: α. που κάλυπτε το πρόσωπο του νεκρού ή ως ανάθημα σε νεκρό. β. εκμαγείο του προσώπου νεκρού. β. προσωπίδα1. γ. (ιατρ.) χαρακτηριστική αλλοίωση του προσώπου, που παρουσιάζεται σε ορισμένες ασθένειες: Λεόντειο ~, των χανσενικών. 2α. (μτφ.) για να δηλώσουμε υποκρισία ή προσποίηση· μάσκα: Εμφανίστηκε με το ~ του κοινωνικού μεταρρυθμιστή, για να πετύχει την εγκατάσταση στυγνής δικτατορίας. Έβγαλε / έριξε το ~, αποκάλυψε το χαρακτήρα του ή τους σκοπούς του. Bγάζω από κπ. το ~, τον αναγκάζω να δείξει τον πραγματικό εαυτό του. Πέφτουν τα προσωπεία. β. για πρόσωπο που τα χαρακτηριστικά του εκφράζουν ένα πολύ έντονο, συνήθ. δυσάρεστο συναίσθημα: Γυναίκες με το ~ του πόνου / της απόγνωσης.
[λόγ.: 1: ελνστ. προσωπεῖον· 2: σημδ. γαλλ. masque]
- προσωπίδα η [prosopíδa] Ο26 : 1α. ομοίωμα προσώπου, συνήθ. με παραμορφωμένα χαρακτηριστικά για να προκαλεί το γέλιο, που αφήνει ελεύθερα τα μάτια και το στόμα και που το φορούν οι μεταμφιεσμένοι τις Aπόκριες· (πρβ. μάσκα1). || (μτφ.): Bάζω / φορώ την ~ της χαράς / της αδιαφορίας κτλ., προσπαθώ να κρύψω τα πραγματικά μου συναισθήματα. || προσωπείο2. β. (λόγ.) προστατευτικό κάλυμμα προσώπου· μάσκα2. 2. μεμβράνη που καλύπτει καμιά φορά το κεφάλι του νεογέννητου· σκέπη3α.
[λόγ. < ελνστ. προσωπίς, αιτ. -ίδα]