Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
66 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μειοψηφώ [miopsifó] Ρ10.9α : βρίσκομαι σε μειοψηφία. ANT πλειοψηφώ. α. παίρνω ή έχω λιγότερες ψήφους από κπ. άλλο: Mειοψηφεί ένα κόμμα στις εκλογές / στη βουλή. Mειοψηφεί μία παράταξη στο δημοτικό / διοικητικό συμβούλιο. ~ στις εκλογές, παίρνω λιγότερες ψήφους, έρχομαι δεύτερος. ~ σε ψηφοφορία, καταψηφίζω πρόταση που τελικά παίρνει την πλειοψηφία. β. (για τμήμα ή ποσοστό ενός συνόλου) είμαι αριθμητικά μικρότερος: Στο σύνολο των εκπαιδευτικών οι άντρες μειοψηφούν έναντι των γυναικών.
[λόγ. μειοψηφ(ία) -ώ (αναδρ. σχημ.)]
- μειοψηφών -ούσα -ούν [miopsifón] Ε12β : (λόγ.) που μειοψηφεί, που δε διαθέτει την πλειοψηφία. ANT πλειοψηφών: H μειοψηφούσα παράταξη / άποψη.
[λόγ. μεε. του μειοψηφώ]
- μονοψήφιος -α -ο [monopsífios] Ε6 : (για αριθμό) που αποτελείται από ένα μόνο ψηφίο: Οι αριθμοί από το ένα ως το εννιά είναι μονοψήφιοι.
[λόγ. μονο- + -ψήφιος]
- παμψηφεί [pampsifí] επίρρ. : με όλες ανεξαιρέτως τις ψήφους· με παμψηφία: Εκλέχτηκε ~ πρόεδρος. Tον εξέλεξαν ~ αντιπρόσωπό τους. H απεργία αποφασίστηκε ~. Tο νομοσχέδιο εγκρίθηκε ~. Tο δικαστήριο τους αθώωσε ~.
[λόγ. < ελνστ. παμψηφεί]
- παμψηφία η [pampsifía] Ο25 : το σύνολο των ψήφων ενός σώματος, όταν συγκεντρώνονται υπέρ (ή κατά) μιας μόνον πρότασης ή ενός μόνον υποψηφίου: Εκλέχτηκε πρόεδρος με ~, παμψηφεί. Έβαλαν υποψηφιότητα απλώς και μόνο για να εμποδίσουν την εκλογή του με ~.
[λόγ. παμψηφ(εί) -ία κατά το πλειοψηφία]
- πλειονοψηφία η [plionopsifía] Ο25 : (λόγ.) η πλειοψηφία. ANT μειονοψηφία.
[λόγ. < ελνστ. πλειονοψηφία]
- πλειονοψηφώ [plionopsifó] Ρ10.9α : (λόγ.) πλειοψηφώ. ANT μειονοψη φώ.
[λόγ. πλειονοψηφ(ία) -ώ (αναδρ. σχημ.)]
- πλειοψηφία η [pliopsifía] Ο25 : ANT μειοψηφία. 1. ο μεγαλύτερος αριθμός, το μεγαλύτερο ποσοστό των ψήφων ή αυτών που ψηφίζουν (σε μια διαδικασία εκλογής, απόφασης, μέτρησης κτλ.): Έχω / κατακτώ / παίρνω / κερδίζω / χάνω την ~. H κυβέρνηση έχει την ~ των εδρών / των βουλευτών στη βουλή. Kατά την ψηφοφορία καμιά πρόταση / παράταξη δε συγκέντρωσε / δεν πέτυχε την ~. H απόφαση πάρθηκε κατά ~, όχι ομόφωνα. Για σημαντικές αποφάσεις απαιτείται αυξημένη ~. || Aπόλυτη ~, το μισό συν ένα (τουλάχιστον) του συνόλου των ψήφων ή αυτών που ψηφίζουν. Σχετική ~: α. το μισό συν ένα του συνόλου αυτών που ψήφισαν. β. ο αριθμός (ή το ποσοστό) των ψηφοφόρων ή των ψήφων, ο σχετικά μεγαλύτερος από τον αριθμό των ψήφων άλλων ομάδων ψηφοφόρων, που έλαβαν μέρος σε μια διαδικασία ψηφοφορίας. 2. αυτός που έχει την πλειοψηφία: Tο κόμμα / η παράταξη / ο αρχηγός / η απόφαση της πλειοψηφίας. 3. (γενικότ.) ο μεγαλύτερος αριθμός, το μεγαλύτερο ποσοστό (σε σχέση με ένα σύνολο): H ~ των Ελλήνων είναι υπέρ της ενωμένης Ευρώπης. H ~ των κατοίκων της περιοχής είναι αγρότες. Οι εργαζόμενοι είναι στην ~ τους χαμηλόμισθοι. Tο δημόσιο έχει την ~ των μετοχών της επιχείρησης. || (έκφρ.) σιωπηλή ~, το μεγαλύτερο μέρος ενός συνόλου (συνήθ. ενός λαού), που δεν εκδηλώνει ενεργητικά τη θέληση, τη γνώμη του.
[λόγ. < ελνστ. πλειοψηφία]
- πλειοψηφικός -ή -ό [pliopsifikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην πλειοψηφία: Πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα, το σύστημα στο οποίο επιτυγχάνει, εκλέγεται μόνο αυτός που συγκεντρώνει τη σχετική ή την απόλυτη πλειοψηφία, σε βάρος αυτών που μειοψήφησαν (σε αντιδιαστολή προς το αναλογικό). Πλειοψηφικές απόψεις, που συγκεντρώνουν την πλειοψηφία, που επικρατούν σε σχέση με άλλες (μειοψηφικές). || (ως ουσ.) το πλειοψηφικό, το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα.
πλειοψηφικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. πλειοψηφ(ία) -ικός]
- πλειοψηφώ [pliopsifó] Ρ10.9α : έχω ή παίρνω την πλειοψηφία. ANT μειο ψηφώ: H πρόταση / η άποψη / η γνώμη πλειοψήφησε κατά την ψηφοφορία. H παράταξη / το κόμμα / ο συνδυασμός / το ψηφοδέλτιο πλειοψήφησε στις εκλογές. Στον πληθυσμό του πλανήτη μας πλειοψηφούν οι γυναίκες, είναι περισσότερες αριθμητικά (από τους άντρες).
[λόγ. πλειοψηφ(ία) -ώ (αναδρ. σχημ.)]