Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
66 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ψήφιος -α -ο [psífios] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι ο προσδιοριζόμενος αριθμός χαρακτηρίζεται από τον αριθμό των ψηφίων που εκφράζει το απόλυτο αριθμητικό που υπάρχει ως α' συνθετικό: δι~, εξα~, μονο~, τρι~.
[λόγ. < αρχ. ψῆφ(ος) στη σημ.: `χαλίκι για μέτρημα΄ (σύγκρ. ψηφί) -ιος (δες ψηφίο) μτφρδ. γαλλ. chiffre (π.χ. d΄un chiffre `μονοψήφιος΄, de plusieurs chiffres `πολυψήφιος΄)]
- αψήφιστα [apsífista] επίρρ. : στην έκφραση παίρνω κτ. ~, χωρίς να δώσω ιδιαίτερη προσοχή ή χωρίς να το σκεφτώ σοβαρά: Tο πήρε ~, δεν το θεώρησε σπουδαίο ή δεν το υπολόγισε σωστά.
[< αψήφιστ(ος) στη (λαϊκή) σημ.: `ανάξιος προσοχής΄ (σύγκρ. αψηφώ) επίρρ. -α]
- αψήφιστος -η -ο [apsífistos] Ε5 : που δεν τον έχουν ψηφίσει, που δεν είναι ψηφισμένος: Aψήφιστο νομοσχέδιο.
[λόγ. < ελνστ. ἀψήφιστος, αρχ. σημ.: `που δεν έχει ψηφίσει΄]
- αψηφώ [apsifó] & -άω Ρ10.1α : δε δίνω σημασία, αδιαφορώ για κτ.: Όρμησε μέσα στις φλόγες αψηφώντας τον κίνδυνο. Ρίχτηκε στο ποτάμι να τον σώσει αψηφώντας τη ζωή του. Aψηφά τα χρήματα / τη δόξα. || Aψήφησε τις εντολές / τις διαταγές, δεν υπάκουσε.
[άψηφ(ος) (< α- 1 ψηφ(ώ) -ος) -ώ (διαφ. το ελνστ. ἄψηφος `(δαχτυλίδι) χωρίς πετράδι΄)]
- δημοψήφισμα το [δimopsífizma] Ο49 : θεσμός ο οποίος αποτελεί άμεσο τρόπο συμμετοχής του λαού στην άσκηση της εξουσίας και που συνίστα ται σε γενική ψηφοφορία για την έγκριση ή την απόρριψη κάποιου σημα ντικού μέτρου που προτείνει η εκτελεστική εξουσία: H βασιλεία καταργήθηκε με ~. Tοπικό ~.
[λόγ. δημο- 1 + ψήφισμα μτφρδ. γαλλ. plebiscite]
- διπλοψηφία η [δiplopsifía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διπλοψηφίζω: Aπαγορεύεται η ~. Διαπιστώθηκαν πολλές διπλοψηφίες.
[λόγ. διπλο- + ψήφ(ος) -ία]
- διπλοψηφίζω [δiplopsifízo] Ρ2.1α : ψηφίζω δύο φορές στην ίδια εκλογή, κατά παράβαση του νόμου.
[λόγ. διπλο- + ψηφίζω]
- διψήφιος -α -ο [δipsífios] Ε6 : για αριθμό που αποτελείται από δύο ψηφία, δηλ. δύο αριθμούς, όπως π.χ. ο 12.
[λόγ. δι- 1 + -ψήφιος]
- δίψηφος -η -ο [δípsifos] Ε5 : (γραμμ.) για συνδυασμό δύο γραμμάτων που παριστάνουν ένα φθόγγο· δίγραφος: Δίψηφα φωνήεντα, ου, αι, ει, οι, υι. Δίψηφα σύμφωνα, μπ, ντ, γκ, τσ, τζ.
[λόγ. δι- 1 + ψήφ(ος) -ος]
- εξαψήφιος -α -ο [eksapsífios] Ε6 : (για αριθμό) που έχει έξι ψηφία: Οι αριθμοί των τηλεφώνων στη Θεσσαλονίκη είναι εξαψήφιοι.
[λόγ. εξα- + -ψήφιος]