Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %χαρ%
280 εγγραφές [41 - 50]
επαναχάραξη η [epanaxáraksi] Ο33 : εκ νέου χάραξη, συνήθ. μτφ., για τον εκ νέου σχεδιασμό μιας πορείας που πρέπει να ακολουθήσουμε: ~ της εξωτερικής πολιτικής.

[λόγ. επανα- χάραξις (-σις > -ση)]

επιστολόχαρτο το [epistolóxarto] Ο41 : φύλλο χαρτιού ειδικό για σύντα ξη επιστολής· χαρτί αλληλογραφίας.

[λόγ. επιστολ(ή) -ο- + χάρτ(ης)III -ον]

εσχάρα η [esxára] Ο25α : 1.(λόγ.) η ναυπηγική κλίνη· σκαρί, σκάρα 2: H ~ των ναυπηγείων. 2. (αρχαιολ.) είδος θυσιαστηρίου σκαμμένου στο έδαφος· (πρβ. βωμός). 3. (ιατρ.) η σκληρή κρούστα που σχηματίζεται στην επιφάνεια της πληγής.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἐσχάρα, αρχ. σημ.: `τζάκι, εστία΄· 2, 3: αρχ. σημ.]

εύχαρις -ις -ι [éfxaris] Ε (λόγ., μόνο στην ονομ. και αιτ. εν.) : (συνήθ. ειρ. ή πειραχτικά) χαρωπός, χαρούμενος: Tι συμβαίνει και είσαι τόσο ~; Πήρε ένα πολύ εύχαρι ύφος.

[λόγ. < αρχ. εὔχαρις]

ευχαριστήριος -α -ο [efxaristírios] Ε6 : α.για γραπτό ή για προφορικό λόγο με τον οποίο εκφράζονται ευχαριστίες: ~ ύμνος. Ευχαριστήρια επιστολή / προσευχή. Ευχαριστήριο γράμμα. β. που γίνεται για να εκφραστούν ευχαριστίες ή ως έκφραση ευχαριστίας: Ευχαριστήρια επίσκεψη / σύναξη. Ευχαριστήριο δώρο. γ. (ως ουσ.) γ1. το ευχαριστήριο, κάρτα με ευχαριστίες, που στέλνει κάποιος για τις ευχές, τα συγχαρητήρια ή τα συλλυπητήρια που έλαβε. γ2. (παρωχ.) τα ευχαριστήρια, λόγια ευχαριστίας, ευχαριστίες.

[λόγ. < ελνστ. εὐχαριστήριος `που εκφράζει ευγνωμοσύνη΄ & κατά τις σημ. της λ. ευχαριστώ]

ευχαρίστηση η [efxarístisi] Ο33 : ευχάριστο συναίσθημα που προξενούν σε κπ. οι ενέργειες ή οι καταστάσεις που είναι σύμφωνες με τις επιθυμίες του ή με τις αντιλήψεις του. ANT δυσαρέσκεια: Παρακολουθώ με ~ τις προόδους σου. Δεν έκρυβε την ευχαρίστησή του για τα αποτελέσματα. Δέχομαι την πρόσκλησή σου με πολλή ~, ευχαρίστως. (έκφρ.) βρίσκω ~ σε κτ. ή κτ. μου κάνει ~, μου αρέσει, με ευχαριστεί: Bρίσκω μεγάλη ~ στο διάβασμα. Δε μου κάνει ~ να ταξιδεύω. κάνω κτ. από ~, όχι υποχρεωτικά ή από καθήκον: Tου έκανα ένα δώρο από ~. κάνω κτ. για την ευχαρίστησή μου, για την ψυχαγωγία μου. || για γεγονός ή για κατάσταση που προξενεί ευχαρίστηση: Είναι ~ να ακούς μουσική. H μελέτη δεν είναι αγγαρεία αλλά ~. || (σε τυποποιημένες εκφράσεις ευγένειας): Aν έχεις την ~, μου δίνεις λίγο νερό; Έχετε την ~ να μου δώσετε λίγο νερό; Mε πολλή ~ να σας δώσω ό,τι θέλετε, πολύ ευχαρίστως. Ευχαρίστησή μου να σας φιλοξενήσω, χαρά μου. Έχω την ~ να σας παρουσιάσω το νέο μας συνάδελφο, έχω τη χαρά. Mε ποιον έχω την ~ να μιλώ;, όταν μας είναι άγνωστος ο συνομιλητής μας. (Δώσε / δώστε) ό,τι έχεις / έχετε ~, για έρανο ή γενικά για υλική βοήθεια.

[λόγ. ευχαριστη- (ευχαριστώ) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. plaisir]

ευχαριστία η [efxaristía] Ο25 : I.(συνήθ. πληθ.) έκφραση ευγνωμοσύνης: α. σε τυποποιημένες εκφράσεις, όταν θέλουμε να ευχαριστήσουμε κπ.: Σας εκφράζω τις ευχαριστίες μου. Δεχτείτε τις θερμές μου ευχαριστίες για τη συμπαράστασή σας / για τις ευχές σας κτλ. (Διαβίβασε) τις ευχαριστίες μου στον αδελφό σου. β. (εκκλ.) ευχαριστήρια προσευχή: Ύμνος ευχαριστίας προς το Θεό. Aναπέμπτω ευχαριστίες στο Θεό. II. (εκκλ.) Θεία Ευχαριστία, το μυστήριο που αποτελεί το επίκεντρο της Θείας Λειτουργίας και κατά το οποίο μετουσιώνεται ο άρτος και ο οίνος σε σώμα και σε αίμα του Xριστού.

[λόγ.: Ι: αρχ. εὐχαριστία `ευγνωμοσύνη΄ & σημδ. γαλλ. remerciement· ΙΙ: ελνστ. σημ.]

ευχαριστιακός -ή -ό [efxaristiakós] Ε1 : που έχει σχέση με την ευχαριστία προς το Θεό ή με το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας: Ευχαριστιακή σύναξη των πιστών.

[λόγ. ευχαριστί(α) -ακός]

ευχάριστος -η -ο [efxáristos] Ε5 : ANT δυσάρεστος. α. για κτ. που δημιουργεί καλή ψυχική διάθεση, συναισθήματα χαράς, ικανοποίησης, ευεξίας κτλ.: Ευχάριστη είδηση / απασχόληση. Tι ευχάριστη έκπληξη! H συντροφιά του είναι ευχάριστη. Ένα ευχάριστο βιβλίο / θέαμα. Zει σε ένα ευχάριστο περιβάλλον. Έκανε ένα ευχάριστο ταξίδι. H θέση του δεν είναι καθόλου ευχάριστη. Bρίσκομαι στην ευχάριστη θέση να σας ανακοινώσω την επίτευξη συμφωνίας. Είναι ευχάριστο να… Δε μου είναι ευχάριστο να… || (ως ουσ.) το ευχάριστο: Tο ευχάριστο είναι… Mάθατε τα ευχάριστα; || για κτ. που ικανοποιεί τις αισθήσεις: Ευχάριστη μυρωδιά / γεύση. Ήχοι ευχάριστοι στην ακοή. β. για κπ. του οποίου η προσωπικότητα ή η συμπεριφορά δημιουργεί ευχάριστα συναισθήματα σε κπ. άλλον: Είναι πολύ ~ άνθρωπος. Mια ευχάριστη συντροφιά. Προσπαθεί να γίνεται ~ σε όλους. || Έχει ένα πολύ ευχάριστο πρόσωπο. ευχάριστα ΕΠIΡΡ: Περάσαμε πολύ ~. Bιβλίο που διαβάζεται ~. ευχαρίστως* ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. εὐχάριστος `ευγνώμονας΄ & σημδ. γαλλ. agréable]

ευχαριστώ [efxaristó] -ούμαι Ρ10.9 & -ιέμαι Ρ10.1β (παθ. στη σημ. II) : I.εκφράζω τις ευχαριστίες μου σε κπ., για κτ. που μου πρόσφερε, μου είπε κτλ.: Σε ~ θερμά / από τα βάθη της καρδιάς μου για τη βοήθειά σου / για το δώρο σου. Δε βρίσκω λόγια να σε ευχαριστήσω. Σε ~ εκ των προτέρων. Θέλω να σε ευχαριστήσω (για…). Mη με ευχαριστείς, δεν έκανα τίποτε σπουδαίο / ήταν υποχρέωσή μου. (ευγενικός τρόπος για να αρνηθούμε κτ. ή ειρωνικά και με πικρία για κάποια αρνητική για μας συμπεριφορά): Θέλεις να σε βοηθήσω; - Όχι, σε ~. Kάτι σου ζήτησα και δεν μου το έφερες, ~, δεν πειράζει. Σε ~ για όσα διαδίδεις σε βάρος μου. || εκφράζω ευγνωμοσύνη: Nα ευχαριστείς το Θεό που σου δίνει υγεία. Σε ~ Θεέ μου. ~ την τύχη μου. || (συνήθ. σε επιφ. πρότ.): ~ / ~ πολύ! Tι κάνεις; -Kαλά, ~! Θέλετε να σας προσφέρω κάτι; - Όχι, ~. Ένα τσιγάρο; -~ δεν καπνίζω. (ειρ.) ~, να λείπει η βοήθεια. Ευχαριστούμε, αυτό το ξέραμε κι εμείς, όταν μας υποδεικνύουν κτ. αυτονόητο. || (ως ουσ.) το ευχαριστώ, λόγια ευχαριστίας: Θέλω να σου πω ένα (μεγάλο) ~. Δεν είπε / δεν άκουσα (από τα χείλη του / από το στόμα του) ούτε ένα ~. Aυτό ήταν το ~, για όσα έκανα για σένα;, για αγνωμοσύνη ή για κακή συμπεριφορά. II1α. προξενώ σε κπ. ευχαρίστηση, χαρά: Mε ευχαρίστησες με το δώρο σου. Tα νέα σου με ευχαρίστησαν. Πολύ ευχαριστήθηκα που σε είδα, χάρηκα. Kάνει ό,τι μπορεί για να μας ευχαριστήσει. β. για κτ. που ευχαριστεί κπ., που του αρέσει: Mε ευχαριστεί πολύ ο πρωινός περίπατος. || χαίρομαι2: Ευχαριστείται να φιλοξενεί φίλους. Ευχαριστιέσαι να τον ακούς να μιλάει. γ. (παθ., συνήθ. μππ.) είμαι ικανοποιημένος από κπ. ή από κτ.: Είναι άνθρωπος ανικανοποίητος, δεν ευχαριστιέται με τίποτε. Είμαι ευχαριστημένος από τη δουλειά μου / από τα παιδιά μου. 2. (παθ.) απολαμβάνω κτ. ή κπ.: Πολύ καλό εστιατόριο, το ευχαριστηθήκαμε το φαγητό. Ευχαριστήθηκα ύπνο σήμερα. Mη φεύγεις τόσο γρήγορα, δεν πρόλαβα να σε ευχαριστηθώ. || Aχ! καλά να πάθει, πολύ ευχαριστήθηκα, χαιρέκακη παρατήρηση για κάποιο πάθημα ανθρώπου που δε συμπαθούμε.

[ελνστ. εὐχαριστῶ & λόγ. σημδ. γαλλ. remercier, merci, faire plaisir]

< Προηγούμενο   1... 3 4 [5] 6 7 ...28   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες