Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
280 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποχαρακτηρίζω [apoxaraktirízo] -ομαι Ρ2.1 : καταργώ ένα χαρακτηρισμό που δόθηκε σε κπ. ή σε κτ., συνήθ. από κάποια δημόσια αρχή. ANT χαρακτηρίζωβ: Ύστερα από τον εμφύλιο αποχαρακτηρίστηκαν πολλοί που είχαν χαρακτηριστεί ως κομμουνιστές. Tο κτίριο αποχαρακτηρίστηκε από διατηρητέο και κρίθηκε κατεδαφιστέο. Tο Yπουργείο Γεωργίας αποχαρακτήρισε την περιοχή που ήταν χαρακτηρισμένη ως δασική.
[λόγ. απο- χαρακτηρίζω]
- αποχαρακτηρισμός ο [apoxaraktirizmós] Ο17 : η ενέργεια του αποχαρακτηρίζω, η άρση προηγούμενου χαρακτηρισμού: Έγινε ~ των ατόμων που με πλαστά πιστοποιητικά χαρακτηρίστηκαν ανάπηροι πολέμου. Επιδιώκει τον αποχαρακτηρισμό του σπιτιού του που είναι διατηρητέο. Έκανε αίτηση για αποχαρακτηρισμό δασικής περιοχής.
[λόγ. αποχαρακτηρισ- (αποχαρακτηρίζω) -μός]
- αρτοζαχαροπλαστείο το [artozaxaroplastío] Ο39 : κατάστημα όπου πουλιούνται ή και παρασκευάζονται είδη αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής.
[λόγ. αρτο(πωλείον) + ζαχαροπλαστείον]
- αρχάριος -α -ο [arxários] Ε6 : που άρχισε πρόσφατα να μαθαίνει κτ.: ~ οδηγός. Φροντιστηριακά τμήματα αρχάριων μαθητών. || (επέκτ.) που είναι πρωτόπειρος, αδέξιος, πρωτάρης: ~ στον έρωτα / στην οδήγηση / στο επάγγελμα. (έκφρ.) την έπαθα σαν ~, φέρθηκα σαν άπειρος ή αδέξιος και απέτυχα. || (ως ουσ.) ο αρχάριος: Mέθοδος αγγλικής για αρχαρίους. Tμήματα αρχαρίων.
[λόγ. < ελνστ. ἀρχάριος `που αρχίζει να φοιτά σε σχολείο΄ & σημδ. γαλλ. commençant, novice]
- ασημόχαρτο το [asimóxarto] Ο41 : χαρτί που μοιάζει με πολύ λεπτό φύλλο ασημιού και που χρησιμοποιείται στη διακόσμηση ή ως χαρτί περιτυλίγματος.
[ασημο- + χαρτ(ί) -ο]
- αυτοχαρακτηρίζομαι [aftoxaraktirízome] Ρ2.1β : αποδίδω στον εαυτό μου ένα χαρακτηρισμό.
[λόγ. αυτοχαρακτηρ(ισμός) -ίζομαι (αναδρ. σχημ.) κατά το σχ.: χαρακτηρισμός - χαρακτηρίζομαι]
- αυτοχαρακτηρισμός ο [aftoxaraktirizmós] Ο17 : ο χαρακτηρισμός που αποδίδει κάποιος στον εαυτό του: Άσε τους ανόητους και υπερφίαλους αυτοχαρακτηρισμούς, γιατί γίνεσαι γελοίος.
[λόγ. αυτο- + χαρακτηρισμός]
- αχάραγα [axáraγa] επίρρ. χρον. : (λογοτ., λαϊκότρ.) πριν χαράξει, πριν ξημερώσει.
[αχάραγ(ος) επίρρ. -α < α- 1 χαρά(ζει) -γος]
- αχαρακτήριστος -η -ο [axaraktíristos] Ε5 : 1.που δεν είναι χαρακτηρισμένος, που δεν τον έχουν χαρακτηρίσει. 2. για συμπεριφορά που είναι τόσο απρεπής, αξιοκατάκριτη και ελεεινή, που δε θέλουμε, που αποφεύγουμε να τη χαρακτηρίσουμε, να εκφράσουμε τη γνώμη μας γι΄ αυτήν: Aχαρακτήριστη διαγωγή / πράξη.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀχαρακτήριστος `χωρίς διακριτικό χαρακτηριστικό΄· 2: σημδ. γαλλ. inqualifiable]
- αχάρακτος -η -ο [axáraktos] & αχάραχτος -η -ο [axáraxtos] Ε5 : που δεν τον έχουν χαράξει, που δεν είναι χαραγμένος: Tα ονόματα ήταν αχάρακτα. || ~ δρόμος, ασχεδίαστος.
[-χτ-: ελνστ. ἀχάρακτος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · -κτ-: λόγ. επίδρ.]