Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
280 εγγραφές [101 - 110] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- περιχαρακώνω [perixarakóno] -ομαι Ρ1 : 1. περιβάλλω ή οχυρώνω με χαράκωμα. 2. (παθ., μτφ.) κλείνομαι, απομονώνομαι: Περιχαρακώθηκε στον εαυτό του.
[λόγ. < αρχ. περιχαρακ(ῶ) -ώνω]
- περιχαράκωση η [perixarákosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του περιχαρακώνω.
[λόγ. περιχαρακω- (δες περιχαρακώνω) -σις > -ση]
- περιχαρής -ής -ές [perixarís] Ε10 : γεμάτος χαρά· όλος χαρά· καταχαρούμενος.
[λόγ. < αρχ. περιχαρής]
- πισσόχαρτο το [pisóxarto] Ο41 : χοντρό χαρτί που είναι εμποτισμένο, αλειμμένο με πίσσα και χρησιμοποιείται ως στεγανωτικό υλικό.
[πίσσ(α) -ο- + χαρτ(ί) -ο]
- πολεμοχαρής -ής -ές [polemoxarís] Ε10 : που ο πόλεμος του δίνει ευχαρίστηση, ικανοποίηση· φιλοπόλεμος: ~ λαός / φυλή. || (επέκτ.) που του αρέσουν οι συγκρούσεις, οι βιαιότητες, οι καβγάδες: Πολεμοχαρείς διαθέσεις. Πολεμοχαρή ένστικτα.
[λόγ. < μσν. πολεμοχαρής < πόλεμ(ος) -ο- + -χαρής]
- πολεμόχαρος -η -ο [polemóxaros] Ε5 : (λογοτ.) πολεμοχαρής.
[λόγ. πολεμοχαρ(ής) μεταπλ. -ος για προσαρμ. στη δημοτ.]
- πολυσακχαρίτες οι [polisakxarítes] Ο10 : (χημ.) ονομασία ομάδας χημικών ενώσεων (υδατανθράκων), που αποτελούνται από άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο.
[λόγ. < γερμ. Ρolysaccharid < poly- = πολυ- + sacchar- = σάκχαρ(ον) με ταύτιση -id = -ίτης, πληθ. -ίτες]
- πρόσχαρος -η -ο [prósxaros] Ε5 : 1α. για κπ. που έχει καλή, χαρούμενη διάθεση: Είναι πολύ ~ άνθρωπος, δεν τον βλέπεις ποτέ κακόκεφο. β. για κτ. που εκδηλώνει χαρά, ευχαρίστηση: Έχει πρόσχαρο πρόσωπο. 2. για κτ. που δημιουργεί ευχάριστη διάθεση: Πρόσχαρο δωμάτιο, με φωτει νά χρώματα και με χαριτωμένα σχέδια στους τοίχους.
πρόσχαρα ΕΠIΡΡ. [μσν. πρόσχαρος < ελνστ. προσχαρ(ής) μεταπλ. -ος και μετακ. του τόνου κατά τα σύνθετα]
- ροδοχαράζει [roδoxarázi] Ρ2.2α (στο γ' πρόσ.) : (λογοτ.) ανατέλλει ο ήλιος, δίνοντας στον ορίζοντα ένα ρόδινο χρώμα· χαράζει, ξημερώνει: ~ η αυγή / η μέρα. || (μτφ.): ~ η καινούρια εποχή.
[λόγ. ρόδ(ον) -ο- + χαράζει]
- ρυζόχαρτο το [rizóxarto] Ο41 : είδος λεπτού χαρτιού κατασκευασμένου από ρύζι.
[λόγ.(;) ρύζ(ι) -ο- + χαρτ(ί) -ο μτφρδ. γαλλ. papier de riz ή γερμ. Reispapier]