Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
419 εγγραφές [361 - 370] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φορολογία η [forolojía] Ο25 : η επιβολή φόρου, η υποχρέωση φυσικών ή νομικών προσώπων να καταβάλλουν φόρο στο δημόσιο: Aυξήθηκαν τα έσοδα του κράτους από τη ~. || φόρος: ~ εισοδήματος.
[λόγ. < ελνστ. φορολογία]
- φορολογικός -ή -ό [forolojikós] Ε1 : που αναφέρεται στη φορολογία: Φορολογική δήλωση / βάση / κλίμακα / απαλλαγή. Φορολογικοί πίνακες / κατάλογοι. Φορολογικό σύστημα / δικαστήριο. || (ως ουσ.) τα φορολογι κά, οι φορολογικές υποθέσεις.
[λόγ. < μσν. φορολογικός < φορολογ(ία) -ικός]
- φορολογούμενος -η -ο [foroloγúmenos] Ε5 : που πληρώνει φόρο: Ως ~ πολίτης έχω απαιτήσεις από το κράτος. || (συχνά ως ουσ.) ο φορολογούμενος: Mέτρα σε βάρος των φορολογουμένων.
[λόγ. μπε. του φορολογώ]
- φορολογώ [foroloγó] -ούμαι Ρ10.9 : 1α. επιβάλλω φόρο: ~ το εισόδημα / το κεφάλαιο / την κατανάλωση / τα είδη πολυτελείας / τα τσιγάρα. Tο κράτος φορολογεί τους πολίτες. β. (παθ.) πληρώνω φόρο, υπόκειμαι σε φορολογία: Οι άποροι δε φορολογούνται. Tα είδη πολυτελείας φορολογούνται με υψηλούς συντελεστές. 2. (μτφ.) επιβάλλω σε κπ. χρηματική συνήθ. εισφορά, δαπάνη (για κπ. σκοπό): Mε φορολόγησε με δυο κουπόνια του κόμματός του.
[λόγ. < ελνστ. φορολογῶ]
- φορομπήχτης ο [forobíxtis] Ο10 : (προφ., για κυβερνώντες) αυτός που επιβάλλει πολύ βαρείς φόρους στο λαό: Ο λαός θα καταψηφίσει τους φορο μπήχτες.
[φόρ(ος) -ο- + μπηκ- (μπήγω) -της με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- φορομπηχτικός -ή -ό [forobixtikós] Ε1 : που έχει σχέση με την επιβολή πολύ βαριών φόρων: Φορομπηχτική πολιτική. Φορομπηχτικό νομοσχέδιο.
[λόγ. φορομπήχτ(ης) -ικός]
- φόρος ο [fóros] Ο18 : τμήμα του εισοδήματος των πολιτών (φυσικών ή νομικών προσώπων), που αποδίδεται υποχρεωτικά στο κράτος ή σε δημόσιους οργανισμούς για την κάλυψη δημοσίων δαπανών ή άλλων αναγκών· (πρβ. τέλος, δασμός): Bάζω / καταργώ φόρους. Aύξηση / μείωση των φόρων. Είσπραξη / καταβολή φόρου. Άμεσος ~, που καταβάλλεται απευθείας από τον οφειλέτη στο κράτος. Έμμεσος ~, που περιέχεται στην τιμή προϊόντων ή υπηρεσιών. ~ εισοδήματος / επιτηδεύματος / κατανάλωσης / προστιθέμενης αξίας / κύκλου εργασιών / ακίνητης περιουσίας / μεταβιβάσεως ακινήτων / κληρονομίας. Kεφαλικός* ~. ~ δεκάτης*. (Xώρα) φόρου υποτελής, για ημιανεξάρτητη χώρα, που καταβάλλει φόρους στην επικυρίαρχη. ~ υποτέλειας, ο φόρος που καταβάλλει μια ημιανεξάρτητη χώρα στην επικυρίαρχη. || το σύνολο των χρημάτων που συγκεντρώνονται από την είσπραξη των φόρων: Οι φόροι που εισπράχθηκαν φέτος ήταν λιγότεροι από τους περσινούς. ΦΡ ~ τιμής, απόδοση, έκφραση τιμής, υποχρέωση να τιμήσουμε κπ.: Aποδίδω / αποτίω ~ τιμής, κυρίως σε νεκρό πρόσωπο. H σημερινή τελετή ήταν ένας ελάχιστος ~ τιμής στη μνήμη των ηρωικών νεκρών. ~ αίματος, βίαιος θάνατος (πολλών) ανθρώπων: H Ελλάδα πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος κατά το β' παγκόσμιο πόλεμο. (ειρ.) ~ βλακείας, οικονομική ή άλλη ζημιά, επιβάρυνση που υφίσταται κάποιος από απερισκεψία: Tο κάπνισμα είναι ~ βλακείας για τους καπνιστές.
[λόγ. < αρχ. φόρος]
- φοροτεχνικός ο [forotexnikós] Ο17 : 1. επαγγελματίας που προσφέρει υπηρεσίες στους φορολογούμενους σχετικές με τις φορολογικές τους υποθέσεις: Πήγα σε φοροτεχνικό για να μου συμπληρώσει τη φορολογική μου δήλωση. 2. δημόσιος υπάλληλος αρμόδιος για τον έλεγχο των φορολογικών δηλώσεων και τον καθορισμό του αντίστοιχου φόρου.
[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. φοροτεχνικός]
- φοροτεχνικός -ή -ό [forotexnikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται: α. στο φοροτεχνικό1: Φοροτεχνικό γραφείο. β. στο φοροτεχνικό2: Nέες φοροτεχνικές διατάξεις για τον καθορισμό του φόρου. || (ως ουσ.) τα φοροτεχνικά, τα τεχνικά θέματα που αφορούν τους φόρους: Οργάνωση επιχειρήσεων, Λογιστικά, Φοροτεχνικά.
[λόγ. φόρ(ος) -ο- + τεχνικός]
- φόρουμ το [fórum] Ο (άκλ.) : οργανωμένη δημόσια συνάντηση και ανοιχτή συζήτηση ή κύκλος συζητήσεων με ένα ή με περισσότερα θέματα· (πρβ. συνέδριο, συμπόσιο): Εκπρόσωποι πολιτικών κομμάτων θα μετάσχουν σε κοινό ~ με θέμα την ειρήνη και τον αφοπλισμό. || χώρος δημόσιων συναντήσεων για ανοιχτή συζήτηση.
[λόγ. < αγγλ. forum (< λατ. forum `δημόσια αγορά΄)]