Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %φερ%
127 εγγραφές [71 - 80]
σεμέν ντε φερ το [semén de fér] Ο (άκλ.) : τυχερό παιχνίδι που παίζεται με τράπουλα.

[λόγ. < γαλλ. chemin de fer, αρχική σημ.: `σιδηρόδρομος΄]

σούρτα φέρτα τα [súrta férta] Ο (άκλ.) : οι συχνές, καθημερινές επισκέψεις, κοινωνικές σχέσεις· (πρβ. πηγαινέλα): Nα κόψεις τα πολλά ~ με τις γειτόνισσες και να κοιτάξεις τον άντρα σου και τα παιδιά σου. Mε τα ~ δουλειά δε γίνεται, με τις συχνές και άσκοπες επισκέψεις.

[προστ. σούρ(ε) τα + φέρ(ε) τα]

σοφέρ ο [sofér] Ο (άκλ.) οικ. πληθ. και σοφέρηδες και σοφεραίοι, λαϊκ. και τα σοφέρια θηλ. σοφερίνα [soferína] Ο26 : (προφ.) οδηγός αυτοκινήτου, συνήθ. ο επαγγελματίας. σοφεράκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < γαλλ. chauffeur· σοφέρ -ίνα]

σοφεράντζα η [soferándza] Ο25α : (προφ.) 1. ο επαγγελματίας οδηγός αυτοκινήτου, που, κατά τον ομιλητή, έχει μια κατώτερη κοινωνική θέση: Φώναζε κι έβριζε σαν ~. || (και με περιληπτική σημ.): Στο μαγαζί του σύχναζε η ~ της λαχαναγοράς. 2. έμπειρος και επιδέξιος οδηγός αυτοκινήτου (επαγγελματίας ή ερασιτέχνης): Σε λίγους μήνες είχε γίνει σωστή ~ λες και είχε χρόνια στο τιμόνι.

[σοφέρ -άντζα]

συμπεριφέρομαι [simberiférome] Ρ αόρ. συμπεριφέρθηκα, απαρέμφ. συμπεριφερθεί : 1.αντιδρώ στα εξωτερικά ερεθίσματα με ορισμένο τρό πο, έχω μια ορισμένη συμπεριφορά· φέρομαι: Συμπεριφέρεται βίαια. Mου συμπεριφέρθηκε πολύ άσχημα. Συμπεριφέρεται σαν μικρό παιδί. Δεν ξέρει να συμπεριφερθεί, δεν έχει καλούς τρόπους συμπεριφοράς. || (για ζώο) αντιδρώ ενστικτωδώς. 2. (μτφ.) για αντίδραση ενός υλικού ή μιας κατασκευής στις εξωτερικές επιδράσεις: Tα αντισεισμικά κτίρια συμπεριφέρονται τελείως διαφορετικά από τις λιθόκτιστες κατασκευές.

[λόγ. < αρχ. συμπεριφέρομαι `μεταφέρομαι μαζί΄ (ελνστ. σημ.: `σχετίζομαι΄) σημδ. γαλλ. se comporter]

συμπροφέρω [simbroféro] -ομαι Ρ (βλ. προφέρω) : προφέρω μαζί γειτονικά φωνήεντα δύο λέξεων.

[λόγ. < ελνστ. συμπροφέρω]

συμφέρον το [simféron] Ο53 : ό,τι συμφέρει κπ., ό,τι φέρνει κέρδος σε κπ. ή γενικότερα τον ωφελεί: Ενδιαφέρεται μόνο για το ατομικό / προσωπικό του ~ και όχι για το κοινό / κοινωνικό ~. Θέτει το κομματικό του ~ πάνω από το εθνικό ~. Yπηρετεί το ~ της πατρίδας. Kοιτάω το ~ μου. Kάνω κτ. από ~, για το συμφέρον μου. Γάμος από ~ και όχι από έρωτα. Nαυτιλιακή εταιρεία ελληνικών συμφερόντων, με ελληνικά κεφάλαια. Είναι άνθρωπος του συμφέροντος, συμφεροντολόγος. Είναι προς το ~ σου, για το συμφέρον σου. Είναι προς το ~ της αλήθειας, για κτ. που βοηθάει την εύρεση της αλήθειας. Tο καλώς νοούμενο* ~. Έχω ~, περιμένω κάποιο όφελος από κπ. ή από κτ.: Ποιος είχε ~ να τον σκοτώσει; Πολλοί έχουν ~ σ΄ αυτή / από αυτή την υπόθεση. (λόγ. έκφρ.) το ίδιον ~, το προσωπικό. || (νομ.): Έννομο ~. || (πληθ.) το σύνολο των υλικών ή άλλων δικαιωμάτων ή πλεονεκτημάτων: Ο δικηγόρος εκπροσωπεί τα οικονομικά συμφέροντα του πελάτη του. Εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων. Σύγκρουση ταξικών συμφερόντων. Έχει συμφέροντα σε μια εταιρεία πετρελαίου. Zει σε επαρχία, γιατί εκεί έχει τα συμφέροντά του, δουλειά, περιουσία κτλ.

[λόγ. < αρχ. συμφέρον]

συμφεροντολογία η [simferondolojía] Ο25 : η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του συμφεροντολόγου.

[λόγ. συμφεροντ- (συμφέρον) -ο- + -λογία]

συμφεροντολογικός -ή -ό [simferondolojikós] Ε1 : που κινείται από συμφέρον, που εξυπηρετεί κάποιο συμφέρον: Συμφεροντολογική στάση. Συμφεροντολογικές σκέψεις. συμφεροντολογικά ΕΠIΡΡ: Ενεργεί ~.

[λόγ. συμφεροντολογ(ία) -ικός]

συμφεροντολόγος -α / -ος -ο [simferondolóγos] Ε14 : που έχει ως κίνητρο των ενεργειών του πάντοτε το προσωπικό του συμφέρον· ιδιοτελής. || (ως ουσ.) ο συμφεροντολόγος, θηλ. συμφεροντολόγα.

[λόγ. συμφεροντ- (συμφέρον) -ο- + -λόγος]

< Προηγούμενο   1... 6 7 [8] 9 10 ...13   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες