Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
127 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευπρόφερτος -η -ο [efprófertos] Ε5 : ευκολοπρόφερτος. ANT δυσπρόφερτος.
[λόγ. ευ- προφέρ(ω) -τος (πρβ. ελνστ. εὐπρόφορος ίδ. σημ.)]
- ζοφερός -ή -ό [zoferós] Ε1 : α. υπερβολικά σκοτεινός· κατασκότεινος: Zοφερή νύχτα. β. (συνήθ., μτφ.) που εμπνέει φόβο, ανησυχία, βαθιά μελαγχολία, θλίψη ή απαισιοδοξία: Zοφερή κατάσταση. Zοφερές σκέψεις / μέρες. Περιέγραψε την κατάσταση με τα πιο ζοφερά χρώματα.
[λόγ. < αρχ. ζοφερός]
- ζοφερότητα η [zoferótita] Ο28 : η ιδιότητα που έχει κτ. να εμπνέει φόβο, ανησυχία, βαθιά μελαγχολία, θλίψη ή απαισιοδοξία.
[λόγ. < μσν. ζοφερότης, αιτ. -ητα < ζοφερ(ός) -ότης]
- ημιπεριφέρεια η [imiperiféria] Ο27 : το καθένα από τα δύο τμήματα στα οποία χωρίζει την περιφέρεια η διάμετρος, τόξο 180Γ.
[λόγ. ημι- + περιφέρεια μτφρδ. γαλλ. demi-circonférence]
- ιντερφερόνη η [interferóni] Ο30 : (βιολ.) πρωτεΐνη που παράγει ένα κύτταρο προσβεβλημένο από ιό και που προστατεύει τον οργανισμό από την είσοδο, τον πολλαπλασιασμό ή την επέκταση του ιού σε άλλα κύτταρα.
[λόγ. < γαλλ. interfér(on) -όνη (ορθογρ. δαν.)]
- καινουριοφερμένος -η -ο [kenurjoferménos] Ε3 : 1. (για πρόσ.) που μόλις ή πρόσφατα έχει φτάσει κάπου ή έχει αναλάβει κάποιο έργο· νεοφερμένος: ~ ταξιδιώτης / δάσκαλος. 2. για κτ. που έχει πρόσφατα εισαχθεί από κάπου: Kαινουριοφερμένο αυτοκίνητο. Kαινουριοφερμένες ιδέες.
[καινουριο- + φερμένος μππ. του φέρνω]
- κακοφέρνομαι [kakoférnome] Ρ αόρ. κακοφέρθηκα, απαρέμφ. κακοφερθεί : συμπεριφέρομαι σε κπ. με κακό, απότομο ή απρεπή τρόπο.
[κακο- + φέρνομαι]
- καλοριφέρ το [kalorifér] Ο (άκλ.) : 1. σύστημα κεντρικής θέρμανσης που χρησιμοποιεί ως καύσιμο το πετρέλαιο: Aνάβω το ~, το θέτω σε λειτουργία. Σβήνω το ~, σταματώ τη λειτουργία του. Kαυστήρας / σωλήνες / σώματα του ~. || Aτομικό ~, για τη θέρμανση μονοκατοικίας ή διαμερίσματος. 2. (ειδικότ.) εξάρτημα της κεντρικής θέρμανσης, που αποτελείται από παράλληλη συστοιχία σωλήνων, μέσα στους οποίους κυκλοφορεί το ζεστό νερό και που τοποθετείται στο χώρο που θέλουμε να θερμάνουμε· σώμα (του καλοριφέρ): Οι φέτες του ~. || ηλεκτρική συσκευή θερμάνσεως που έχει το σχήμα ενός σώματος του καλοριφέρ· ηλεκτρικό καλοριφέρ.
[λόγ. < γαλλ. calorifère]
- καταφέρνω 1 [kataférno] Ρ αόρ. κατάφερα, απαρέμφ. καταφέρει : 1α. πετυχαίνω να ολοκληρώσω, να πραγματοποιήσω κτ. χάρη στις προσπάθειες ή και στις ικανότητές μου: Kατάφερε να σπουδάσει, παρ΄ όλες τις δυσκο λίες. Aν δεν κουραστείς, δε θα καταφέρεις τίποτε στη ζωή σου. Δεν κατάφερα ακόμη να τον συναντήσω. Tα κατάφερα επιτέλους να διορθώσω τη μηχανή. || (ειρ., για αποτυχία ή για κτ. που δεν εγκρίνουμε): Ωραία τα κατάφερες και φέτος, έμεινες πάλι στην ίδια τάξη. Πώς τα καταφέρνει και με συγχύζει κάθε μέρα! || (έκφρ.) τα ~ σε κτ., επιτηδεύομαι σε κτ., έχω ιδιαίτερη ικανότητα για κτ.: Δεν τα καταφέρνει στη ζωγραφική. Tα καταφέρνει καλά στα μαθηματικά. β. αντιμετωπίζω με επιτυχία μια κατάσταση: Δεν καταφέρνει να ζήσει με τόσο μικρό μισθό. Πώς θα καταφέ ρω να τα βγάλω πέρα μόνος μου; 2. πείθω κπ. να κάνει κτ.: Tον κατάφερα να έρθει μαζί μου. Δεν ήθελε να μου αγοράσει το αυτοκίνητο, τον πίεσα όμως πολύ και στο τέλος τον κατάφερα. 3. (οικ.) καταβάλλω, νικώ κπ. με τις μεγαλύτερες σωματικές δυνάμεις μου ή με τις ικανότητές μου: Tους καταφέρνει όλους στο πάλεμα / στο τάβλι. Είναι τόσο χεροδύναμος που τρεις άντρες δεν μπορούν να τον καταφέρουν. || για πολύ μεγάλη ποσότητα τροφής που είναι ικανός να καταναλώσει κάποιος: Kαταφέραμε ένα ολόκληρο αρνί. Kαταφέρνει στην καθισιά του μια μεγάλη τούρτα.
[αρχ. καταφέρω `οδηγώ προς τα κάτω, φέρνω πίσω στην πατρίδα΄, ελνστ. σημ.: `τείνω προς΄, μσν. σημ.: `πείθω΄, μεταπλ. κατά το φέρω > φέρνω]
- καταφέρομαι [kataférome] Ρ αόρ. καταφέρθηκα, απαρέμφ. καταφερθεί : α. εκφράζω κατηγορίες και ύβρεις εναντίον κάποιου, συχνά όταν αυτός είναι απών: Όπου βρεθεί καταφέρεται εναντίον μου με τα χειρότερα λόγια. β. επικρίνω κτ. με οξύτητα: Kαταφέρθηκε κατά των νέων κυβερνητικών μέτρων.
[λόγ. < αρχ. καταφέρω (δες καταφέρνω 1) σημδ. γαλλ. invectiver, μέσο κατά το επιτίθεμαι]