Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
127 εγγραφές [101 - 110] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φερέγγυος -α -ο [feréngios] Ε6 : που παρέχει εγγύηση, που μπορεί κανείς να του έχει εμπιστοσύνη· αξιόπιστος, αξιόχρεος. ANT αφερέγγυος, αναξιόπιστος: ~ οφειλέτης / συνομιλητής. Φερέγγυα πρόσωπα / άτομα.
[λόγ. < αρχ. φερέγγυος]
- φερεγγυότητα η [ferengiótita] Ο28 : η ιδιότητα του φερέγγυου, αξιοπιστία. ANT αφερεγγυότητα, αναξιοπιστία: H ~ της χώρας μας αυξάνει τη δανειοληπτική της ικανότητα.
[λόγ. φερέγγυ(ος) -ότης > -ότητα]
- φερειπείν [feripín] (άκλ.) : παλαιότερη παρενθετική έκφραση με περιεχόμενο παρόμοιο με τα «παραδείγματος χάρη», «ας πούμε» ή «που λέει ο λόγος»: Tι θα ΄κανες αν σου έκλεβαν κάτι πολύτιμο, το αυτοκίνητο ~;
[λόγ. < ελνστ. φρ. φέρ΄ εἰπεῖν]
- φέρελπις ο [férelpis] Ο γεν. φερέλπιδος, πληθ. φερέλπιδες, γεν. φερέλπιδων και φερελπίδων : (λόγ., για πρόσ.) αυτός που παρέχει, που δημιουργεί ελπίδες. || (ως επίθ.): Φερέλπιδες νέοι.
[λόγ. φέρ(ω) + -ελπις κατά το εύελπις]
- φερέοικος -η -ο [feréikos] Ε5 : 1. (για ζώα) που το όστρακό τους είναι προσκολλημένο στο σώμα τους: H χελώνα και το σαλιγκάρι είναι φερέοικα ζώα. 2. (λόγ., για πρόσ.) που δεν έχει μόνιμη κατοικία· (πρβ. νομάδας): Οι τσιγγάνοι / οι βεδουίνοι είναι φερέοικοι.
[λόγ. < αρχ. φερέοικος]
- φερετζές ο [feredzés] Ο13 : υφασμάτινη καλύπτρα του προσώπου των μουσουλμανίδων: Ο ~ είναι υποχρεωτικός για τις γυναίκες σε πολλά αραβικά κράτη. ΠAΡ Όλα τα ΄χει / τα ΄χε η Mαριορή (μόνο) ο ~ τής λείπει / τής έλειπε, γι΄ αυτόν που, ενώ στερείται τα στοιχειώδη, επιζητεί τα πολυτελή, τα εξεζητημένα.
[μσν. φερετζέ -ς < παλ. τουρκ. ferace `πανωφόρι που έπρεπε να φορούν οι γυναίκες στο δρόμο΄]
- φέρετρο το [féretro] Ο42 : ξύλινο κιβώτιο, περίπου στο σχήμα του ανθρώπινου σώματος, όπου τοποθετείται ο νεκρός προκειμένου να ενταφιαστεί: Tο ~ του νεκρού ήταν σκεπασμένο με την ελληνική σημαία. Tιμητική φρουρά εναλλασσόταν μπροστά στο ~ του νεκρού προέδρου. || (επέκτ.) οτιδήποτε μοιάζει να παίζει το ρόλο του φέρετρου: Tο αεροπλάνο / το αυτοκίνητο / το πλοίο έγινε το ~ των επιβατών του. Πλωτό / ιπτάμενο ~, για πλοίο / αεροσκάφος πεπαλαιωμένο και επικίνδυνο για τους επιβαίνοντες.
[λόγ. < ελνστ. φέρετρον (αρχ. φέρτρον)]
- φερετροποιείο το [feretropiío] Ο39 : εργαστήριο κατασκευής ή και κατάστημα πώλησης φερέτρων.
[λόγ. φέρετρ(ον) -ο- + -ποιείον]
- φερετροποιός ο [feretropiós] Ο17 : αυτός που κατασκευάζει ή και πουλάει φέρετρα.
[λόγ. φέρετρ(ον) -ο- + -ποιός]
- φερέφωνο το [feréfono] Ο41 : (μειωτ.) χαρακτηρισμός για κπ. ή για κτ. (πρόσωπο, ομάδα, έντυπο κτλ.) που δεν έχει ή που δεν προβάλλει δική του γνώμη, άποψη αλλά μέσο αυτού μεταφέρεται, προβάλλεται άκριτα ή διαδίδεται η γνώμη, η άποψη τρίτων: Εφημερίδες / έντυπα / συνδικαλιστικές παρατάξεις που είναι φερέφωνα των κομμάτων.
[λόγ. φέρε + φων(ή) -ον μτφρδ. γαλλ. porte-parole (όχι μειωτ.)]