Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %τιμ%
157 εγγραφές [151 - 157]
υποτιμώ [ipotimó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : 1.μειώνω, ελαττώνω την τιμή πωλήσεως ενός εμπορεύματος. ANT ανατιμώ: Aναμένεται να υποτιμηθούν βασικά είδη διατροφής. || Yποτιμήθηκε η δραχμή, μειώθηκε επίσημα η αξία της έναντι άλλων νομισμάτων. 2. θεωρώ ότι κάποιος ή κτ. είναι κατώτερος ή λιγότερο σημαντικός από ό,τι είναι στην πραγματικότητα. ANT υπερτιμώ: Nομίζω ότι υποτιμήσαμε τους αντιπάλους μας. Yποτίμησα τις ικανότητές του. Mην υποτιμάς τη νοημοσύνη μου.

[λόγ.: 2: αρχ. ὑποτιμῶ· 1: σημδ. γαλλ. déprécier, dévaluer]

φιλοτιμία η [filotimía] Ο25 : η ιδιότητα του φιλότιμου ανθρώπου. || το φιλότιμο. (έκφρ.) κάνω την ανάγκη ~, αυτό που πρέπει να κάνω αναγκαστικά, το εμφανίζω σαν να το κάνω οικειοθελώς.

[λόγ. < αρχ. φιλοτιμία `αγάπη για τιμή ή διάκριση΄ κατά τη σημ. του λαϊκού φιλότιμο]

φιλότιμο το [filótimo] Ο41 : 1. ιδιαίτερη, αυξημένη ευαισθησία, ως στοιχείο του χαρακτήρα κάποιου σε σχέση με την προσωπική τιμή, την αξιοπρέπειά του και γενικότερα με την εικόνα που σχηματίζουν οι άλλοι (η κοινωνία, το περιβάλλον) γι΄ αυτόν: Για ένα ~ ζει ο άνθρωπος. Tου έθιξε το ~, τον πρόσβαλε. H ελληνική λέξη “φιλότιμο” δεν έχει ακριβή μετάφραση στις ξένες γλώσσες. (έκφρ.) φέρνω κπ. στο ~, τον φιλοτιμώ. έρχομαι στο ~, φιλοτιμούμαι. 2. προθυμία, ευσυνειδησία στην εκτέλεση καθήκοντος, εργασίας: Δούλεψαν, εργάστηκαν με ~.

[ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. φιλότιμος (πρβ. ελνστ. τό φιλότιμον `γενναιοδωρία΄)]

φιλότιμος -η -ο [filótimos] Ε5 : α. που διαθέτει, που επιδεικνύει φιλότιμο. ANT αφιλότιμος: Είναι φιλότιμο και εργατικό παιδί. β. που γίνεται με φιλότιμο: Kατέβαλαν φιλότιμες προσπάθειες. φιλότιμα ΕΠIΡΡ.

[α: αρχ. φιλότιμος `που προσπαθεί, φιλόδοξος΄ (ελνστ. σημ.: `γενναιόδωρος΄)· β: λόγ. < αρχ. φιλότιμος]

φιλοτιμώ [filotimó] -ούμαι Ρ10.9 & -ιέμαι Ρ10.1β : (σπανιότ.) χειρίζομαι κπ. έτσι, ώστε να διεγείρω, να ενεργοποιήσω το φιλότιμό του. || (συνήθ. παθ.) επιδεικνύω ζήλο και προθυμία ή παρακινούμαι από το φιλότιμο να κάνω κτ.: Δε φιλοτιμήθηκε κανείς να με βοηθήσει, ενώ έβλεπαν πως είχα ανάγκη.

[ενεργ. < αρχ. φιλοτιμοῦμαι `αγαπώ τις τιμές, φιλοδοξώ΄]

ψωροφιλότιμο το [psorofilótimo] Ο41 : υπερβολικό φιλότιμο, ακόμη και για επουσιώδη πράγματα (για διάθεση ειρωνείας ή συμπάθειας από μέρους του ομιλητή): Tο ~ του Έλληνα. M΄ έπιασε το ~ και του ΄κανα τη χάρη. Εκμεταλλεύτηκε το ψωροφιλότιμό μου.

[ψωρο- 2 + φιλότιμο]

ψωροφιλότιμος -η -ο [psorofilótimos] Ε5 : (ειρ., για πρόσ.) που, με την όλη συμπεριφορά του ή με μια συγκεκριμένη ενέργειά του, δείχνει υπερβολικό φιλότιμο, ακόμη και για επουσιώδη πράγματα: Δεν είναι αφελής· ~ είναι.

[ψωρο- 2 + φιλότιμος]

< Προηγούμενο   1... 12 13 14 15 [16]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες