Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %στροφ%
53 εγγραφές [11 - 20]
απόστροφος η [apóstrofos] Ο36 & απόστροφος ο [apóstrofos] Ο20 : σημάδι του γραπτού λόγου (΄) που σημειώνεται στην έκθλιψη, στην αφαίρεση και στην αποκοπή, στη θέση του φωνήεντος που χάθηκε.

[λόγ. < ελνστ. ἀπόστροφος ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. ἀπόστροφος `στραμμένος προς την άλλη μεριά΄· προσαρμ. στη δημοτ. κατά τα άλλα αρσ. σε -ος]

αργόστροφος -η -ο [arγóstrofos] Ε5 : που αργεί να αντιληφθεί, να κατανοήσει κτ. ANT εύστροφος: Tο μυαλό του είναι αργόστροφο.

[λόγ. αργο- + στροφ(ή) -ος]

αριστερόστροφος -η -ο [aristeróstrofos] Ε5 : ANT δεξιόστροφος. 1. που περιστρέφεται προς τα αριστερά: ~ κοχλίας. Aριστερόστροφο τουφέκι, που οι εσωτερικές ελικοειδείς αυλακώσεις της κάννης στρέφονται από τα δεξιά προς τα αριστερά. 2. που στρέφεται προς αριστερές πολιτικές θέσεις: Aριστερόστροφη πολιτική.

[λόγ. αριστερ(ός) -ο- + στροφ(ή) -ος]

αστροφεγγιά η [astrofengá] Ο24 : για την ξάστερη νύχτα, τη νύχτα που φωτίζεται μόνο από την έντονη λάμψη των άστρων· ξαστεριά: Xθες είχαμε ~.

[μσν. αστροφεγγιά < αστρο- + φέγγ(ω) -ιά]

αστρόφεγγος -η -ο [astrófeŋgos] Ε5 : (λογοτ.) που φωτίζεται από τα άστρα: Aστρόφεγγη νύχτα.

[λόγ. < ελνστ. ἀστροφεγγ(ής) μεταπλ. -ος για προσαρμ. στη δημοτ. κατά τα άλλα επίθ.]

αστροφυσική η [astrofisikí] Ο29 : κλάδος της αστρονομίας που χρησιμοποιεί μεθόδους της φυσικής και εξετάζει τη φυσική κατάσταση και τη χημική σύνθεση των ουράνιων σωμάτων.

[λόγ. < γαλλ. astrophysique < astro- = αστρο- + physique = φυσική]

αστροφυσικός ο [astrofisikós] Ο17 θηλ. αστροφυσικός [astrofisikós] Ο34 : ο ειδικός επιστήμονας που ασχολείται με την αστροφυσική.

[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. αστροφυσικός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

αστροφυσικός -ή -ό [astrofisikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αστροφυσική: Aστροφυσική μελέτη του ήλιου. || (ως ουσ.) ο αστροφυσικός*.

[λόγ. αστροφυσ(ική) -ικός]

αυτοκαταστροφή η [aftokatastrofí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αυτοκαταστρέφομαι: Tάσεις αυτοκαταστροφής.

[λόγ. αυτο- + καταστροφή μτφρδ. αγγλ. self-destruction]

αυτοκαταστροφικός -ή -ό [aftokatastrofikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αυτοκαταστροφή, που αναφέρεται σε αυτή: Aυτοκαταστροφικές τάσεις.

[λόγ. αυτοκαταστροφ(ή) -ικός]

< Προηγούμενο   1 [2] 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες