Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %στολ%
86 εγγραφές [81 - 86]
σχιστολιθικός -ή -ό [sxistoliθikós] Ε1 : που αποτελείται ή που προέρχεται από σχιστόλιθο: Σχιστολιθικά πετρώματα. Σχιστολιθικές πλάκες.

[λόγ. σχιστόλιθ(ος) -ικός]

σχιστόλιθος ο [sxistóliθos] Ο20α : (ορυκτ.) πέτρωμα που έχει την τάση να χωρίζεται σε επίπεδες, λεπτές πλάκες.

[λόγ. < ελνστ. φρ. σχιστός λίθος `ταλκ(;)΄ σημδ. γαλλ. schiste < λατ. schistos < αρχ. σχιστός]

υποδιαστολή η [ipoδiastolí] Ο29 : 1.(μαθημ.) γραπτό σημείο σε μορφή κόμματος, το οποίο χρησιμοποιείται στους δεκαδικούς αριθμούς για να δηλώσει το χωρισμό των δεκαδικών μονάδων από τις ακέραιες. 2. (γραμμ.) αντίστοιχης μορφής γραπτό σημείο το οποίο σημειώνεται στην αναφορι κή αντωνυμία ό,τι για να την ξεχωρίσει από τον ειδικό σύνδεσμο ότι.

[λόγ. < ελνστ. ὑποδιαστολή `σημάδι για χώρισμα λέξεων΄ (επειδή κανονικά έγραφαν χωρίς κενά ανάμεσα σε λέξεις) κατά τη σημ. του ελνστ. διαστολή]

υποστολή η [ipostolí] Ο29 : κυρίως ~ της σημαίας, το κατέβασμα της σημαίας από τον ιστό της με τρόπο τελετουργικό.

[λόγ. < ελνστ. ὑποστολή `απάλειψη΄, κατά τη σημ. του υποστέλλω]

χρηματαποστολή η [xrimatapostolí] Ο29 : οργανωμένη μεταφορά μεγάλου χρηματικού ποσού: Ληστεία σε ~.

[λόγ. χρηματ(ο)- + αποστολή]

χρυσοστόλιστος -η -ο [xrisostólistos] Ε5 : για κπ. που φοράει χρυσοκέντητα ρούχα ή χρυσά κοσμήματα ή για κτ. που είναι στολισμένο με χρυσάφι.

[λόγ. < μσν. χρυσοστόλιστος < χρυσο- + στολισ- (στολίζω) -τος]

< Προηγούμενο   1... 5 6 7 8 [9]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες