Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %ρια
1.043 εγγραφές [61 - 70]
αλλαξοκαιριά η [alaksokerjá] Ο24 : η αλλαγή του καιρού.

[αλλαξο- + καιρ(ός) -ιά]

αλληγορία η [aliγoría] Ο25 : μεταφορική έκφραση, συχνά και ολόκληρο ποιητικό ή πεζό κείμενο, που κρύβει νοήματα διαφορετικά από εκείνα που φαίνεται ότι δηλώνει: Στην «Aποκάλυψη» του Ευαγγελιστή Iωάννη υπάρχουν πολλές αλληγορίες. Ο λαϊκός μύθος είναι μια ~. || ανάλογη παράσταση σε εικαστικό έργο: Πολλά από τα έργα του N. Γύζη είναι αλληγορίες. || (επέκτ., προφ., συνήθ. πληθ.) αοριστολογία, περίπλοκη και ασαφής έκφραση: Mη μιλάς με αλληγορίες, λέγε καθαρά τι εννοείς.

[λόγ. < ελνστ. ἀλληγορία]

αλληλοκατηγορία η [alilokatiγoría] Ο25 (συνήθ. πληθ.) : αμοιβαία κατηγορία, κατηγορία του ενός εναντίον του άλλου.

[λόγ. αλληλο- + κατηγορία]

αλλότριος -α -ο [alótrios] Ε6 : (λόγ.) που ανήκει ή που αφορά κπ. άλλον: Εποφθαλμιούν αλλότρια εδάφη. Mην αναμειγνύεσαι σε αλλότριες υποθέσεις. || (ως ουσ.) τα αλλότρια: Παραμελεί τις προσωπικές του υποθέσεις και ασχολείται με αλλότρια. (απαρχ.) ΦΡ εξ ιδίων* τα αλλότρια.

[λόγ. < αρχ. ἀλλότριος]

αλπινιστής ο [alpinistís] Ο7 θηλ. αλπινίστρια [alpinístria] Ο27 : αυτός που ασχολείται με τον αλπινισμό.

[λόγ. < γαλλ. alpiniste (-iste = -ιστής)· λόγ. αλπινισ(τής) -τρια]

άλτης ο [áltis] Ο10 θηλ. άλτρια [áltria] Ο27 στη σημ. 1 : 1. αθλητής των αλμάτων. 2. (ζωολ.) χαρακτηρισμός εντόμων.

[λόγ.: 1: αρχ. ρ. ἅλ- (ἅλλομαι) `πηδώ΄ -της (πρβ. αρχ. ἁλτικός `καλός στο πήδημα΄) κατά το σχ.: ψάλλω - ψάλτης· 2: σημδ. νλατ. haltica σφαλερό με βάση το αρχ. ἁλτικός· λόγ. άλ(της) -τρια]

αλτρουιστής ο [altruistís] Ο7 θηλ. αλτρουίστρια [altruístria] Ο27 : αυτός που διαπνέεται από αλτρουισμό.

[λόγ. < γαλλ. altruiste (-iste = -ιστής)· λόγ. αλτρουισ(τής) -τρια]

αμοραλιστής ο [amoralistís] Ο7 θηλ. αμοραλίστρια [amoralístria] Ο27 : (φιλοσ.) αυτός που υπερβαίνει συνειδητά τους ηθικούς κανόνες χωρίς να έρχεται σε σύγκρουση με τη συνείδησή του, που δε δέχεται να ρυθμίσει τη συμπεριφορά του με βάση τους ηθικούς κανόνες. || άνθρωπος χωρίς ηθικές αρχές.

[λόγ. < γαλλ. amoraliste (-iste = -ιστής)· λόγ. αμοραλισ(τής) -τρια]

αναβάτης ο [anavátis] Ο10 θηλ. αναβάτρια [anavátria] Ο27 : αυτός που ιππεύει, κυρίως όταν πρόκειται για ιππικούς αγώνες: Tο άλογο αφηνίασε και έριξε κάτω τον αναβάτη του.

[λόγ. < αρχ. ἀναβάτης· λόγ. αναβά(της) -τρια]

αναγεννητής ο [anajenitís] Ο7 θηλ. αναγεννήτρια [anajenítria] Ο27 : αυτός που συντελεί στην αναγέννηση.

[λόγ. αναγεννη- (αναγεννώ) -τής· λόγ. αναγεννη(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   1... 5 6 [7] 8 9 ...105   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες