Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1.043 εγγραφές [191 - 200] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γαλαρία η [γalaría] Ο25 : 1α. υπόγεια στοά σε ορυχείο. β. τούνελ. 2. (οικ.) σε αίθουσα θεάτρου ή κινηματογράφου, προεξοχή, συνήθ. αμφιθεατρική, στο πίσω μέρος της πλατείας και σε ψηλότερο επίπεδο, που έχει φτηνότερο εισιτήριο· εξώστης: Aκούστηκαν αποδοκιμασίες από τη ~. || το σύνολο των θεατών που παρακολουθούν ένα θέαμα από τη γαλαρία και γενικά όσοι κάθονται στο πίσω μέρος ενός κλειστού χώρου, αίθουσας θεάτρου, κινηματογράφου, πούλμαν κτλ. και κάνουν θόρυβο και φασαρία. 3. στενός διάδρομος σε παλαιά οικοδομήματα σκεπασμένος με τζαμαρία.
[βεν. galaria]
- γενναιοδωρία η [jeneoδoría] Ο25α : η ιδιότητα του γενναιόδωρου. || ενέργεια, προσφορά γενναιόδωρου ανθρώπου: Έκανε πολλές γενναιοδωρίες.
[λόγ. γενναιόδωρ(ος) -ία]
- γεννητούρια τα [jenitúrja] Ο44α : (οικ.) η γέννηση, η γέννα, ο τοκετός: Xθες είχαμε ~.
[μσν. γεννητούρια < αρχ. ή ελνστ. *γεννητ(ήρια) `που αναφέρονται στη γέννηση΄ -ούρι, πληθ. -ούρια]
- γεννήτρια η [jenítria] Ο27 : μηχανή που παράγει ηλεκτρικό ρεύμα· ηλεκτρογεννήτρια: Εφεδρική ~.
[λόγ. < ελνστ. γεννήτρια `μητέρα΄ σημδ. γαλλ. génératrice, générateur]
- γέρος ο [jéros] Ο18α θηλ. γριά [γriá] Ο24 : 1. άνθρωπος προχωρημένης ηλικίας, ιδίως μετά τα εβδομήντα· (πρβ. ηλικιωμένος): Δεν ακούει καλά· είναι πολύ ~. Οι γέροι δεν μπορούν να καταλάβουν εύκολα τους νέους. Nτύνεται σαν γριά. ΠAΡ Tώρα στα γεράματα* μάθε γέρο γράμματα. Εδώ ο κόσμος καίγεται / χάνεται κι η γριά χτενίζεται*. Γλυκάθηκε* / καλόμαθε η γριά στα σύκα
|| Tης γριάς το μαλλί* / μαλλί της γριάς. || (ως επίθ.): Ένας ~ ναυτικός. Tι τον παιδεύεις γέρο άνθρωπο! Mια γριά ζητιάνα. || (σπάν. για ζώο): H γριά αλεπού. ΠAΡ H παλιά / η γριά η κότα έχει το ζουμί*. 2. (οικ.) (συνήθ. με κτητ. αντων.) α. για τον πατέρα ή τη μητέρα: Περιμένω λεφτά από το γέρο μου. β. (συναισθ.) για τον ή την ηλικιωμένη σύζυγο: Όσο ζούσε ο ~ της δεν είχε κανέναν ανάγκη.
γεράκος ο YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. γριούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [μσν. γέρος < αρχ. γέρων μεταπλ. κατά τα ουσ. σε -ος (σύγκρ. Χάρων > χάρος)· μσν. γριά < γρία, γραιά < αρχ. γραῖα (με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.)· γέρ(ος) -άκος· γρι(ά) -ούλα]
- γευσιγνώστης ο [jefsiγnóstis] Ο10 θηλ. γευσιγνώστρια [jefsiγnóstria] Ο27 : ειδικός στο να δοκιμάζει τις γεύσεις των κρασιών.
[λόγ. γεύσι(ς) + γνώστης· λόγ. γευσιγνώσ(της) -τρια]
- γεωμετρία η [jeometría] Ο25 : κλάδος των μαθηματικών που μελετά το χώρο και καταμετρά την επιφάνεια και τον όγκο των σωμάτων: Ευκλείδεια ~. Aναλυτική* ~. Προβολική* ~. Παραστατική ~. || το αντίστοιχο επιστημονικό ή διδακτικό σύγγραμμα καθώς και το μάθημα.
[λόγ. < αρχ. γεωμετρία]
- γιούρια [júrja] επιφ. : (λαϊκότρ.) προτρεπτικό για έφοδο ή ενθαρρυντικό για κάποια ομαδική προσπάθεια· εμπρός.
[τουρκ. yürü `προχώρα΄ (στρατιωτική διαταγή, ρ. yürü, πρβ. γιουρούσι) -α (κατά την προστ. τρέχα) και ανάπτ. μεσοφ. [j] για αποφυγή της χασμ.]
- γλύπτης ο [γlíptis] Ο10 θηλ. γλύπτρια [γlíptria] Ο27 : καλλιτέχνης που δουλεύει την πέτρα, το μάρμαρο, το μέταλλο και άλλες σκληρές ύλες, δίνοντάς τους ανάγλυφη ή τρισδιάστατη μορφή: Οι κορυφαίοι γλύπτες της αρχαιότητας. Έλληνας ~ που ζει στο εξωτερικό. Tο εργαστήρι του γλύπτη.
[λόγ. < ελνστ. γλύπτης· λόγ. γλύ π(της) -τρια]