Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %ρια
1.043 εγγραφές [1 - 10]
-αρία [aría] : επίθημα θηλυκών ουσιαστικών· δηλώνει: 1. κατάστημα που προσφέρει, σερβίρει, συνήθ. αποκλειστικά, αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (μπίρα) μπιραρία, (πίτσα) πιτσαρία. 2. επιτείνει μειωτικά το χαρακτηρισμό ενός συνόλου αντικειμένων ή προσώπων που έχουν κοινά τα αρνητικά χαρακτηριστικά που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (κουρέλι) κουρελαρία, (κιτς) κιτσαρία, (αλήτης) αληταρία, (κυράτσα) κυρατσαρία, (ο, η μπασκλάς) μπασκλασαρία, (ο, η σνομπ) σνομπαρία, (τσογλάνι) τσογλαναρία, (μπασκίνας) μπασκιναρία. 3. δηλώνει σύνολο προσώπων με κοινά τα χαρακτηριστικά που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (πιτσιρίκος) πιτσιρικαρία· (φοιτητής) φοιτηταρία· (πρβ. -αριό2). 4. ενέργεια ή συμπεριφορά ανάλογη με την ιδιότητα που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (κοκέτης) κοκεταρία, (λέτσος) λετσαρία, (τζάμπα) τζαμπαρία· (γαϊδούρι - καβάλα) γαϊδουροκαβαλαρία.

[βεν. -aria (μέσω της επτανησιακής διαλέκτου): καβαλ-αρία < βεν. cavalaria (συσχετίστηκε με το μσν. καβαλ-άρης < υστλατ. caballarius), μπιρ-αρία (μπίρ-α) < βεν. biraria (bira), το βεν. -aria < υστλατ. -ar(ius) ( [-árius], δες στο -άρης) με την προσθήκη του ελνστ. επιθήματος -ία (< αρχ. -ία)]

-γνώστης [γnóstis] θηλ. -γνώστρια [γnóstria], στις περιπτώσεις που σχηματίζεται : β' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά· δηλώνει το πρόσωπο που γνωρίζει καλά ή που κατέχει επιστημονικά αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: αρχαιο~, καρδιο~, φυσιο~ και φυσιογνώστρια, παντο~ και παντογνώστρια.

[λόγ. < ελνστ. -γνώστης < αρχ. ουσ. γνῶσ(ις) -της ως β' συνθ.: ελνστ. καρδιο-γνώστης· λόγ. -γνώσ(της) -τρια]

-εμπορία [emboría] & -εμπόριο [embório] : τα ουσιαστικά εμπορία και εμπόριο ως β' συνθετικά σε σύνθετα ουσιαστικά· δηλώνουν την άσκηση εμπορικής δραστηριότητας με αντικείμενο αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: δερματ~, ζω~, καπνεμπόριο.

[λόγ. -έμπορ(ος) -ία (πρβ. αρχ. ἐμπορία `εμπόριο΄) ως β' συνθ.· λόγ. < ουσ. εμπόριον ως β' συνθ.]

-ερία [ería] : (σπάν.) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει κατάστημα που προσφέρει, σερβίρει, συνήθ. αποκλειστικά, αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -αρία, -ερί): (τσάι) τσαγερία, (σπαγγέτι) σπαγγετερία.

[λόγ. < ιταλ. -eria επίθημα δηλωτικό καταστήματος (συγγ. του -αρία < βεν. -aria): σπαγγετ-ερία < spaghetteria, πιτσ-ερία < pizzeria παράλλ. προς το πιτσ-αρία]

-θέτης [θétis] θηλ. -θέτρια [θétria], στις περιπτώσεις που σχηματίζεται : β' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά· χαρακτηρίζει αυτόν που: 1. βάζει, θέτει, τοποθετεί αυτό που αναφέρει το α' συνθετικό: ναρκο~, ορο~. 2. θεσπίζει αυτό που αναφέρει ή υπονοεί το α' συνθετικό: αγωνο~, αθλο~, νομο~, θεσμο~. 3. σε παραγωγή με προθήματα, δηλώνει το πρόσωπο που εκτελεί την ενέργεια που δηλώνει το αντίστοιχο ρήμα σε -θέτω: δια~, κατα~, συν~.

[λόγ. < αρχ. -θέτης (< ρ. τίθημι, δες στο θέτω) ως β' συνθ.: αρχ. νομο-θέτης, δια-θέτης (δες λ.), ελνστ. ὁρο-θέτης `που καθορίζει τα όρια΄· λόγ. -θέ(της) -τρια]

-θηρία [θiría] : β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει: α. το κυνήγι ή την επίμονη και συστηματική επιδίωξη αυτού που αναφέρεται ως α' συνθετικό: φαλαινο~, χρυσο~, προικο~, ψηφο~. β. τον τρόπο με τον οποίο γίνεται το κυνήγι: λαθρο~.

[λόγ. < αρχ. -θηρία < -θήρ(ας) -ία ως β' συνθ.: αρχ. ἀνθρωπο-θηρία `κυνήγι ανθρώπων΄]

-ίστας [ístas] θηλ. -ίστρια [ístria] & -ίστα [ísta] : 1. επίθημα για το σχηματισμό ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά· δηλώνει το πρόσωπο που: α. παίζει επαγγελματικά (ή ερασιτεχνικά) το μουσικό όργανο που δίνει η πρωτότυπη λέξη: (ακορντεόν) ακορντεονίστας, (άρπα) αρπίστας και αρπίστρια, (βιολοντσέλο) βιολοντσελίστας, (κλαρίνο) κλαρινίστας, (κιθάρα) κιθαρίστας, (κορνέτα) κορνετίστας, (όμποε) ομποΐστας, (πιάνο) πιανίστας και πιανίστρια, (σαξόφωνο) σαξοφωνίστας, (φλάουτο) φλαουτίστας. || (προφ.) βιολίστας αντί βιολιστής. || καντσονετίστας. β. επιδίδεται στο άθλημα που δίνει η πρωτότυπη λέξη: (τένις) τενίστας, (μπάσκετ μπολ) μπασκετμπολίστας και μπασκετμπολίστρια. || ανάλογα (άλμα τριπλούν) τριπλουνίστας· ακοντίστας αντί του ακοντιστής. γ. επιδίδεται στο είδος της τέχνης που δίνει η πρωτότυπη λέξη: (ακουαρέλα) ακουαρελίστας, (μακέτα) μακετίστας· γραφίστας. || (μανικιούρ) μανικιουρίστας. 2. σε ουσιαστικά που δηλώνουν το πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από την ιδιότητα που δίνει η πρωτότυπη λέξη: (χιούμορ) χιουμορίστας, (στιλ) στιλίστας· αριβίστας, τουρίστας, φασίστας. || καπιταλίστας - καπιταλιστής· αρτίστας θηλ. αρτίστα.

[ιταλ. μετουσ. επίθημα -ista επαγγελμ. ουσ. (αρσ. και θηλ.) και γενικότερα ουσ. που δηλώνουν τον οπαδό θρησκείας, θεωρίας, πολιτικού ηγέτη ή αυτόν που ασκεί μια τέχνη ή ένα άθλημα < λατ. -ista, -istes < αρχ. μεταρ. επίθημα -ισ-τής (κιθάρ-α `μικρή άρπα΄ > κιθαρ-ίζ-ω > κιθαρ-ισ-τής): πιαν-ίστας (πιάν-ο) < ιταλ. pianista (< piano), κιθαρ-ίστας (κιθάρ-α) < ιταλ. chitarrista (< chitarra < αρχ. κιθάρα μέσω των αραβ.), στιλ-ίστας (στιλ) < ιταλ. stilista (< stile), και επέκτ. σε λ. όχι ιταλ. προέλ.: μπασκετμπολ-ίστας (< μπάσκετ μπολ) (δες και -ιστής)· λόγ. -ίσ(τας) -τρια· -ίστας > -ίστα με αποβ. του για δήλωση θηλ. γένους]

-ιστής 1 [istís] θηλ. -ίστρια [ístria] : επίθημα για το σχηματισμό ουσιαστικών· δηλώνει τον οπαδό ή το θιασώτη μιας θεωρίας ή του δημιουργού της ή το μελετητή ενός έργου, μιας γλώσσας, φιλολογίας κτλ. τα οποία δίνει το ουσιαστικό της πρωτότυπης λέξης: ανθρωπιστής, βουδιστής, διεθνιστής, δημοτικιστής, εβραϊστής, εθνικιστής, ειρηνιστής, ελληνιστής, θετικιστής, ιδεαλιστής, ομηριστής, παλαμιστής, σολωμιστής.

[λόγ. < ελνστ. μετουσ. επίθημα -ιστής σε ουσ. που δηλώνουν μέλη θρησκευτικών ενώσεων ή οπαδούς ατόμων ή θεωριών (< αρχ. μεταρ. επίθημα -τής σε ρ. σε -ίζω, δηλωτικό ενέργειας, απασχόλησης, επαγγέλματος: αρχ. κομισ-τής < κομ-ίζω, ελνστ. βαπτισ-τής < βαπτ-ίζω, πρβ. και μετουσ. αρχ. -ιστής: αρχ. κολλυβ-ιστής `αργυραμοιβός΄ < κόλλυβ-ον `μικρό νόμισμα΄): ελνστ. Παναθηνα-ϊσταί `που γιορτάζουν τα Παναθήναια΄, Bακχ-ισταί `λατρευτές του Bάκχου΄, μσν. συναξαρ-ιστής `συγγραφέας συναξαρ-ίων΄ & γαλλ., αγγλ., γερμ. μετον. και σπάν. μεταρ. επίθημα -ist(e), -ista < λατ. -ista, -istes < αρχ. -ισ-τής: ηδον-ιστής < αγγλ. hedonist ή γαλλ. hédoniste, δαρβιν-ιστής < αγγλ. Darwinist και σε μτφρδ.: ειρην-ιστής < γαλλ. pacifiste και ιδίως σε αντιστοιχία με αφηρ. ουσ. σε -ισμός: διεθν-ιστής < διεθν-ισμός, υλ-ιστής < υλ-ι σμός (δες και -ίστας)· λόγ. -ισ(τής) -τρια]

-κτήτης [ktítis] θηλ. -κτήτρια [ktítria], στις περιπτώσεις που σχηματίζεται : β' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά· δηλώνει το πρόσωπο που έχει την κυριότητα αυτού που δηλώνει το α' συνθετικό: πλοιο~. || ιδιο~. || και ως επίθετο: πλοιοκτήτρια εταιρεία.

[λόγ. θ. -κτη- (του αρχ. ρ. κτῶμαι `αποκτώ΄) -της σαν ενεργ. του παθ. ιδιό-κτητος: ιδιο-κτήτης (δες λ.)· λόγ. -κτή(της) -τρια]

-λατρία [latría] : β' συνθετικό σε σύνθετα αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει: 1. την κατάσταση, ιδιότητα ή συμπεριφορά που απορρέουν από τη στάση ζωής που συνεπάγεται η έννοια του ουσιαστικού σε -λάτρης από το οποίο παράγεται: προγονο~, προσωπο~. 2. τη λατρεία ως θεού αυτού που δηλώνει το α' συνθετικό: ειδωλο~, ζωο~, ηλιο~. || μοιρο~.

[λόγ. < ελνστ. -λατρία (< -λάτρης) ως β' συνθ.: ελνστ. εἰδωλο-λατρία & γαλλ. -lâtrie < ελνστ. -λατρία: ζωο-λατρία < γαλλ. zoolâtrie]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...105   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες