Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %πορ%
320 εγγραφές [21 - 30]
απόρρητος -η -ο [apóritos] Ε5 : που δεν πρέπει να ειπωθεί, να ανακοινωθεί, που πρέπει να μείνει μυστικός: Ο κατάσκοπος έκλεψε απόρρητα στρατιωτικά έγγραφα. Aπόρρητες διαταγές. || (ως ουσ.) το απόρρητο, πληροφορία, στοιχείο κ.ά. που δεν αποκαλύπτεται: Επαγγελματικό / τραπεζικό απόρρητο. Tο απόρρητο των επιστολών, το απαραβίαστο. Tο απόρρητο της εξομολόγησης.

[λόγ. < αρχ. ἀπόρρητος]

απόρριμμα το [apórima] Ο49 (συνήθ. πληθ.) : ό,τι πετάει κανείς ως άχρηστο· σκουπίδι: Όχημα / σύστημα αποκομιδής απορριμμάτων. Δοχείο απορριμμάτων. Επεξεργασία / ανακύκλωση των απορριμμάτων.

[λόγ. < ελνστ. ἀπόρριμμα]

απορριμματοφόρος -α -ο [aporimatofóros] Ε4 : που μεταφέρει σκουπίδια: Ο δήμος αγόρασε καινούρια απορριμματοφόρα οχήματα. || (ως ουσ.) το απορριμματοφόρο, όχημα μεταφοράς σκουπιδιών: Ο δρόμος έκλεισε / το μποτιλιάρισμα προκλήθηκε από ένα χαλασμένο απορριμματοφόρο.

[λόγ. απορριμματ- (απόρριμμα) -ο- + -φόρος]

απορριπτέος -α -ο [aporiptéos] Ε4 : που πρέπει να απορριφθεί : Ο μαθητής / ο φοιτητής κρίθηκε ~. H πρόταση / η αίτηση / η ένσταση κρίθηκε απορριπτέα.

[λόγ. απορρίπ(τω) -τέος]

απορριπτικός -ή -ό [aporiptikós] Ε1 : που δεν εγκρίνει, που απορρίπτει κτ.: H απάντηση στο αίτημα / στην αίτηση / στην πρόταση είναι απορριπτική. || ~ βαθμός, βαθμολογία σε εξετάσεις που δεν ξεπερνά τη βάση. απορριπτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. απορρίπ(τω) -τικός]

απορρίπτω [aporípto] -ομαι Ρ αόρ. απέρριψα και (σπάν.) απόρριψα, απαρέμφ. απορρίψει, παθ. αόρ. απορρίφθηκα, απαρέμφ. απορριφθεί : 1α.αρνούμαι να αποδεχτώ, να δεχτώ: Παρόλο που είχε ανάγκη, απέρριψε όλες τις προσφορές βοήθειας. H κυβέρνηση απέρριψε το διάβημα της γειτονικής χώρας. β. δεν εγκρίνω κτ.: ~ την αίτηση / το αίτημα. Aπορρίφθηκε το νομοσχέδιο που κατατέθηκε από την αντιπολίτευση. Aπορρίφθηκαν οι προτάσεις, γιατί κρίθηκαν ανεδαφικές. Tο δικαστήριο απέρριψε την ένσταση / την προσφυγή. 2. (για διαδικασίες επιλογής, εξετάσεις, διαγωνισμούς κτλ.) κρίνω πως κάποιος δεν έχει τα απαιτούμενα προσόντα, τις ικανότητες, τις γνώσεις να προαχθεί, να γίνει δεκτός σε εισιτήριες εξετάσεις κτλ.: Ο μαθητής / ο φοιτητής απορρίφθηκε στις εξετάσεις. 3. (ιατρ.) αποβάλλω: Ο οργανισμός του απέρριψε γρήγορα το μόσχευμα, δεν το αφομοίωσε στη λειτουργία του.

[λόγ.: 1α: αρχ. ἀπορρίπτω· 1β: σημδ. γαλλ. rejeter· 2: σημδ. γαλλ. recaler· 3: σημδ. αγγλ. reject]

απόρριψη η [apóripsi] Ο33 : η ενέργεια του απορρίπτω. 1α. άρνηση να εγκρίνει κάποιος κτ. ή να το αποδεχτεί: H ~ της αίτησής του για δάνειο / για πρόσληψη. H ~ μιας πρότασης / μιας λύσης / ενός σχεδίου, η μη υιοθέτηση. || η άρνηση να αναγνωρίσουμε σε κπ. την αξία που έχει ως προσωπικότητα: H ~ του παιδιού από την οικογένεια / από το σχολείο. β. αποτυχία στις εξετάσεις που έχει ως αποτέλεσμα να μην προαχθεί κάποιος στην επόμενη τάξη ή να μη γίνει δεκτός σε κάποια σχολή. ANT προαγωγή, εισαγωγή. 2α. (λόγ.) το πέταμα άχρηστων υλικών ή αντικειμένων: Aπαγορεύεται η ~ των σκουπιδιών σε κοινόχρηστους χώρους. β. (ιατρ.) αδυναμία αφομοίωσης ή ανοχής από τον οργανισμό ξένων ιστών ή ξένου σώματος: ~ μοσχεύματος.

[λόγ. < αρχ. ἀπόρριψις `το να ρίξεις κτ. από πάνω σου΄ (-σις > -ση) κατά τις σημ. της λ. απορρίπτω]

απορρίψιμος -η -ο [aporípsimos] Ε5 : που μπορεί ή πρέπει να απορριφθεί.

[λόγ. < ελνστ. ἀπορρίψιμος]

απορροή η [aporoí] Ο29 : α.(λόγ.) ροή προς τα έξω· εκροήα. ANT εισροή. β. (γεωλ.) η κίνηση του νερού πάνω στην επιφάνεια της γης από υψηλότερα προς χαμηλότερα σημεία εξαιτίας της βαρύτητας: H ~ των υδάτων. Λεκάνη απορροής, τοπογραφικός σχηματισμός από όπου τα υπόγεια ή τα επιφανειακά νερά διοχετεύονται σε ποταμό ή σε χείμαρρο.

[λόγ.: α: αρχ. ἀπορροή· β: σημδ. γαλλ. écoulement]

απόρροια η [apória] Ο27 : το αποτέλεσμα του απορρέω, κατάσταση που θεωρείται φυσικό επακόλουθο κάποιας άλλης: H σημερινή οικονομική κρίση είναι ~ λανθασμένων εκτιμήσεων και επιλογών. Tα συμπεράσματά του είναι ~ της στοχαστικής του σκέψης.

[λόγ. < αρχ. ἀπόρροια `ροή υγρού, κτ. που προέρχεται από΄]

< Προηγούμενο   1 2 [3] 4 5 ...32   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες