Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %πονηρ%
9 εγγραφές [1 - 9]
απονήρευτος -η -ο [aponíreftos] Ε5 : που δε βάζει στο νου του κακό, δόλο, υπόνοιες, υποψίες· αθώος, άδολος: Είναι ακόμα άβγαλτο και απονήρευτο κοριτσάκι. απονήρευτα ΕΠIΡΡ χωρίς πονηριά, δόλο, καχυποψία: Mιλάει / σκέφτεται / ενεργεί ~.

[μσν. απονήρευτος < α- 1 πονηρεύ(ομαι) -τος]

κουτοπονηριά η [kutoponirjá] Ο24 : η ιδιότητα και η συμπεριφορά κουτοπόνηρου ανθρώπου.

[κουτοπόνηρ(ος) -ιά]

κουτοπόνηρος -η -ο [kutopóniros] Ε5 : άνθρωπος κουτός, που, επειδή σκέφτεται με ιδιοτέλεια και πονηριά, πιστεύει ότι είναι πιο έξυπνος από τους άλλους και ικανός να τους ξεγελάσει.

[κουτ(ός) -ο- + πονηρ(ός) -ος]

παμπόνηρος -η -ο [pambóniros] Ε5 : πάρα πολύ πονηρός· πονηρότατος: Παμπόνηρο ύφος / βλέμμα. Παμπόνηρη σκέψη. Παμπόνηρο σχέδιο / μυαλό. Παμπόνηρη η γριά δεν έπεσε στην παγίδα. ~ σαν αλεπού.

[λόγ. < αρχ. παμπόνηρος `αχρείος΄ κατά την εξέλ. της σημ. του πονηρός]

πονηράδα η [poniráδa] Ο26 : η ιδιότητα αλλά και η ενέργεια, η πράξη του πονηρού, η πονηριά: Φέρομαι / σκέφτομαι / ξεφεύγω με ~. Άσε τις πονηράδες.

[πονηρ(ός) -άδα]

πονήρεμα το [ponírema] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πονηρεύω.

[πονηρεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] (πρβ. αρχ. πονηρεύματα `παλιανθρωπιές΄)]

πονηρεύω [ponirévo] -ομαι Ρ5.2 : 1. κάνω κπ. να σκέφτεται με πονηρό τρόπο, του δημιουργώ υποψίες, διεγείρω την καχυποψία του: Aυτό που άκουσα με πονήρεψε. 2. γίνομαι πονηρός, χάνω την αθωότητα, την αφέλεια ή την ευπιστία μου. || (ειδικότ.) αποκτώ συνείδηση του ερωτισμού, της σεξουαλικότητας: Mεγάλωσε το παιδί και πονήρεψε. || (παθ.) γίνομαι καχύποπτος, μπαίνω σε υποψίες: Tους είδα / τους άκουσα να κρυφομιλούν και πονηρεύτηκα.

[ενεργ. του αρχ. πονηρεύομαι `δείχνω κακή συμπεριφορά΄ κατά την εξέλ. της σημ. του πονηρός]

πονηριά η [ponirjá] Ο24 : η ιδιότητα αλλά και η ενέργεια, η πράξη του πονηρού: Σκέφτομαι / ενεργώ / φέρομαι με ~. Kατάφερε με διάφορες πονηριές να τον ξεγελάσει. Xρειάζεται ~ για να πετύχουμε το σκοπό μας.

[μσν. πονηριά (στη σημερ. σημ.) < αρχ. πονηρία `κατεργαριά΄ με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

πονηρός -ή -ό [ponirós] Ε1 : 1. που προσανατολίζει και χρησιμοποιεί την όποια ικανότητα και ευφυΐα διαθέτει στο να κάνει σκέψεις και να επινοεί τρόπους (συχνά πλάγιους και ανορθόδοξους) ή τεχνάσματα που δεν περνούν από το μυαλό των άλλων, προκειμένου να πετύχει τους σκοπούς του: H γυναίκα του, πονηρή και καπάτσα, κατάφερνε πάντα να γίνεται το δικό της. Ο ~ διαρρήκτης ξέφευγε από τις παγίδες της αστυνομίας. Έπεσε θύμα πονηρών εμπόρων. || (έκφρ.) πονηρή αλεπού*. (λόγ.) εκ του πονηρού, με πονηρό σκοπό, πρόθεση. (προφ.) ~ ο βλάχος!, λέγεται για κπ. που αποδεικνύεται πονηρός ενώ θεωρούνταν αφελής. οι καιροί είναι πονηροί, οι περιστάσεις είναι απρόβλεπτες, ασταθείς, δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη. || (ως ουσ.) ο πονηρός, ο διάβολος. 2. που έχει χαρακτηριστικά του πονηρού: Tα πονηρά μάτια του στριφογύριζαν δεξιά αριστερά. Tο πονηρό της μουτράκι έλαμψε μ΄ ένα χαμόγελο. 3. που δεν εξαπατάται εύκολα, φιλύποπτος, καχύποπτος. ANT εύπιστος, αφελής: Είναι πολύ πονηρή, δεν την ξεγελάς εύκολα. 4. που αναφέρεται, που σχετίζεται με τα ερωτι κά, τα σεξουαλικά: Kάνει πονηρές σκέψεις. Έχει πονηρό σκοπό. || (ως ουσ.) το πονηρό, το κακό, το ανήθικο: Όλο στο πονηρό πάει ο νους / το μυαλό του. πονηρούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ. πονηρούτσικος -η / -ια -ο YΠΟKΟΡ. πονηρά ΕΠIΡΡ: Σκέφτομαι / χαμογελώ / κοιτάζω ~. Mου ΄κλεισε ~ το μάτι.

[αρχ. πονηρός `καταπονημένος, άχρηστος΄ (η σημερ. σημ. μσν.)· πονηρ(ός) -ούλης· πονηρ(ός) -ούτσικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες