Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
64 εγγραφές [51 - 60] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ποιητάρης ο [piitáris] Ο11 : λαϊκός ποιητής που έχει την ικανότητα να συνθέτει στίχους πάνω σε επίκαιρα θέματα.
[ποιητ(ής) -άρης (από την κυπριακή διάλ.)]
- ποιητής ο [piitís] Ο7 θηλ. ποιήτρια [piítria] Ο27 : ο λογοτέχνης που συνθέτει, που γράφει ποιήματα: Σύγχρονος / μοντέρνος / λυρικός / σουρεαλιστής ~. Διάσημος / δόκιμος / ταλαντούχος / λαϊκός / ανώνυμος / στρατευμένος ~. Ο Σολωμός είναι ο εθνικός μας ~. Ο Aισχύλος, ο Σοφοκλής και ο Ευρυπίδης είναι οι κορυφαίοι τραγικοί ποιητές. H Ελλάδα έχει αναδείξει πολλούς αξιόλογους ποιητές. || αυτός που διαθέτει φαντασία, ευαισθησία, έμπνευση: Ο Tσαρούχης υπήρξε ένας ~ της σκηνογραφίας.
ποιητάκος ο YΠΟKΟΡ (μειωτ.) μικρής αξίας, ασήμαντος ποιητής. [λόγ. < αρχ. ποιητής (αρχική σημ.: `κατασκευαστής΄)· λόγ. < ελνστ. ποιήτρια· ποιητ(ής) -άκος]
- ποιητική η [piitikí] Ο29 : η θεωρία, η τέχνη και οι κανόνες κατασκευής, σύνθεσης, συγκρότησης ενός πνευματικού, καλλιτεχνικού προϊόντος και ιδίως η θεωρία και η τέχνη της σύνθεσης ποιημάτων: H ~ του Aριστοτέλη. Δεν υπάρχει ενιαία ~ στους Γάλλους συγγραφείς του «νέου μυθιστορήματος». H μουσική ~ του Mπετόβεν.
[λόγ. < αρχ. ποιητική]
- ποιητικός 1 -ή -ό [piitikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στην ποίηση ή στον ποιητή: Ποιητική παραγωγή / δημιουργία / σύνθεση / συλλογή / ανθολογία. Ποιητική έκφραση / γλώσσα / φόρμα / έμπνευση / φλέβα / τέχνη. || (έκφρ.) ποιητική άδεια*. (λόγ.) ποιητική αδεία*. || (ως ουσ.) η ποιητική*. 2. που εκφράζει, που χαρακτηρίζεται από ευαισθησία, φαντασία, έμπνευση και αισθητική, η οποία ταιριάζει σε ποιητή: Ποιητική ευαισθησία / φαντασία / διάθεση / ατμόσφαιρα. Ποιητικό ύφος / έργο / φιλμ.
ποιητικά ΕΠIΡΡ. [λόγ.: 1: αρχ. ποιητικός (αρχική σημ.: `δημιουργικός΄)· 2: σημδ. γαλλ. poétique < λατ. poeticus < αρχ. ποιητικός]
- ποιητικός 2 -ή -ό : (γραμμ.) ποιητικό αίτιο, όρος που δηλώνει το πρόσωπο ή το πράγμα από την ενέργεια του οποίου πάσχει το υποκείμενο: Στη νεο ελληνική γλώσσα το ποιητικό αίτιο εκφράζεται κυρίως με την πρόθεση “από”.
[λόγ. ποιη- (ποιώ) -τικός απόδ. γαλλ. agent ή νλατ. agens]
- ποιητικότητα η [piitikótita] Ο28 : η ιδιότητα του ποιητικού 1. || η ύπαρξη, η παρουσία ποιητικών στοιχείων: H ~ ενός έργου / μιας σκηνής / ενός κειμένου / μιας έκφρασης.
[λόγ. ποιητικ(ός) 1 -ότης > -ότητα]
- ποιητός -ή -ό [piitós] Ε1 : (νομ.) στον όρο ποιητή πατρότητα, η υιοθεσία.
[λόγ. < αρχ. ποιητός]
- προειδοποιητικός -ή -ό [proiδopiitikós] Ε1 : που γίνεται, που είναι κατάλληλος για να προειδοποιήσει κπ. για κτ.: Προειδοποιητική βολή / απεργία / ένδειξη / πινακίδα.
προειδοποιητικά ΕΠIΡΡ: Πυροβόλησε ~ στον αέρα. [λόγ. προειδοποίη(σις) -τικός]
- προσποιητός -ή -ό [prospiitós] Ε1 : που τον χαρακτηρίζει η προσποίηση, που δεν εκφράζει αληθινά συναισθήματα ή πραγματικές προθέσεις: Θέλησε να με συγκινήσει με προσποιητά κλάματα. Tο ενδιαφέρον του δεν είναι προσποιητό, είναι γνήσιο. || για έκφραση ή για τρόπους που τους χαρακτηρίζει η επιτήδευση, που είναι αποτέλεσμα υπερβολής, στην προσπάθεια μίμησης κάποιου προτύπου: Προφέρει τις ξένες γλώσσες με πο λύ προσποιητή προφορά. Xαιρετήθηκαν με προσποιητή ευγένεια. Tο παίξιμο αυτού του ηθοποιού είναι φυσικό, δεν είναι καθόλου προσποιητό.
προσποιητά ΕΠIΡΡ: Γελάει / μιλάει ~. [λόγ. < αρχ. προσποιητός]
- σταθεροποιητής ο [staθeropiitís] Ο7 : 1. (χημ.) α. ουσία η οποία αποτρέπει τη διάσπαση μιας ένωσης περιορισμένης χημικής σταθερότητας. β. ουσία η οποία προστίθεται σε αιωρήματα και επιβραδύνει ή παρεμποδίζει την καταβύθισή τους. 2. (ηλεκτρολ.) ~ τάσεως, διάταξη που διατηρεί την ηλεκτρική τάση σταθερή.
[λόγ. σταθεροποιη- (σταθεροποιώ) -τής μτφρδ. γαλλ. stabilisateur]