Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
123 εγγραφές [81 - 90] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- όψιμος -η -ο [ópsimos] Ε5 : ANT πρώιμος. 1. που γίνεται αργά, στο τέλος της κανονικής περιόδου. α. (για καρπό φυτών) που ωρίμασε αργά: Όψιμα φρούτα / λαχανικά. || (για φυτό) που οι καρποί του ωριμάζουν αργά: Mια όψιμη κερασιά. β. (για φυσιολογική κατάσταση ή λειτουργία) που εκδηλώθηκε πολύ αργά, με καθυστέρηση: ~ χειμώνας. Όψιμη οδοντοφυΐα. Όψιμο ξύπνημα του ερωτικού ενστίκτου. γ. (για ανθρώπινη ενέργεια) που έγινε πολύ αργά: Όψιμη σπορά. Όψιμο ενδιαφέρον για τα προβλήματα της τοπικής αυτοδιοίκησης, που εκδηλώθηκε αργά. Όψιμοι αγωνιστές της ελευθερίας. 2. που ανήκει στο τελευταίο τμήμα μιας χρονικής περιόδου: H όψιμη αρχαιότητα. Ο ~ μεσαίωνας. Tα όψιμα ρωμαϊκά / βυζαντινά χρόνια.
όψιμα ΕΠIΡΡ: Ενδιαφέρον που εκδηλώθηκε ~. [αρχ. ὄψιμος]
- όψομαι [ópsome] Ρ : 1. (οικ.) στις εκφράσεις ας / να όψεται ή ας / να όψεσαι, ας έχει(ς) επίγνωση του κακού που έκανε(ς) και ας τιμωρηθεί(ς) από το Θεό. 2. (απαρχ.) ΦΡ οψόμεθα (ες Φιλίππους), ως απειλή.
[1: αρχ. ὄψομαι, μέλλ. του ρ. ὁρῶ, από τη φρ. της Κ.Δ. ὑμείς ὄψεσθε· 2: λόγ. < ελνστ. φρ. ὀψόμεθα ἐς Φιλίππους]
- παιδοψυχιατρική η [peδopsixiatri
í] Ο29 : κλάδος της ψυχιατρικής που ασχολείται με τις ψυχικές παθήσεις των παιδιών. [λόγ. παιδο- + ψυχιατρική]
- παιδοψυχίατρος ο [peδopsixíatros] Ο19 θηλ. παιδοψυχίατρος [peδo psixíatros] Ο36 : ψυχίατρος ειδικός στην παιδοψυχιατρική.
[λόγ. παιδοψυχ(ιατρική) -ίατρος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- παιδοψυχολογία η [peδopsixolojía] Ο25 : κλάδος της ψυχολογίας που ασχολείται με την ψυχολογία της παιδικής ηλικίας.
[λόγ. παιδο- + ψυχολογία]
- παιδοψυχολόγος ο [peδopsixolóγos] Ο18 θηλ. παιδοψυχολόγος [peδopsixolóγos] Ο35 : ψυχολόγος ειδικός στην παιδοψυχολογία.
[λόγ. παιδοψυχο(λογία) -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- πετρόψαρο το [petrópsaro] Ο41 : χαρακτηρισμός ψαριών που ζουν σε πετρώδεις βυθούς.
[μσν. πετρόψαρο < πετρο- 1 + ψάρ(ι) -ο]
- πλειονοψηφία η [plionopsifía] Ο25 : (λόγ.) η πλειοψηφία. ANT μειονοψηφία.
[λόγ. < ελνστ. πλειονοψηφία]
- πλειονοψηφώ [plionopsifó] Ρ10.9α : (λόγ.) πλειοψηφώ. ANT μειονοψη φώ.
[λόγ. πλειονοψηφ(ία) -ώ (αναδρ. σχημ.)]
- πλειοψηφία η [pliopsifía] Ο25 : ANT μειοψηφία. 1. ο μεγαλύτερος αριθμός, το μεγαλύτερο ποσοστό των ψήφων ή αυτών που ψηφίζουν (σε μια διαδικασία εκλογής, απόφασης, μέτρησης κτλ.): Έχω / κατακτώ / παίρνω / κερδίζω / χάνω την ~. H κυβέρνηση έχει την ~ των εδρών / των βουλευτών στη βουλή. Kατά την ψηφοφορία καμιά πρόταση / παράταξη δε συγκέντρωσε / δεν πέτυχε την ~. H απόφαση πάρθηκε κατά ~, όχι ομόφωνα. Για σημαντικές αποφάσεις απαιτείται αυξημένη ~. || Aπόλυτη ~, το μισό συν ένα (τουλάχιστον) του συνόλου των ψήφων ή αυτών που ψηφίζουν. Σχετική ~: α. το μισό συν ένα του συνόλου αυτών που ψήφισαν. β. ο αριθμός (ή το ποσοστό) των ψηφοφόρων ή των ψήφων, ο σχετικά μεγαλύτερος από τον αριθμό των ψήφων άλλων ομάδων ψηφοφόρων, που έλαβαν μέρος σε μια διαδικασία ψηφοφορίας. 2. αυτός που έχει την πλειοψηφία: Tο κόμμα / η παράταξη / ο αρχηγός / η απόφαση της πλειοψηφίας. 3. (γενικότ.) ο μεγαλύτερος αριθμός, το μεγαλύτερο ποσοστό (σε σχέση με ένα σύνολο): H ~ των Ελλήνων είναι υπέρ της ενωμένης Ευρώπης. H ~ των κατοίκων της περιοχής είναι αγρότες. Οι εργαζόμενοι είναι στην ~ τους χαμηλόμισθοι. Tο δημόσιο έχει την ~ των μετοχών της επιχείρησης. || (έκφρ.) σιωπηλή ~, το μεγαλύτερο μέρος ενός συνόλου (συνήθ. ενός λαού), που δεν εκδηλώνει ενεργητικά τη θέληση, τη γνώμη του.
[λόγ. < ελνστ. πλειοψηφία]