Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1.061 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -αρίζω [arízo] & -ρίζω [rízo] & -ουρίζω [urízo] : επίθημα ρημάτων παράγωγων: 1. από ονοματοποιία· (πρβ. -ανίζω): κακαρίζω, νιαουρίζω, πλατσαρίζω, πλατσουρίζω, ψιψιρίζω. 2. από ουσιαστικά· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος συμπεριφέρεται όπως υπονοεί η πρωτότυπη λέξη: (παιδιά) παιδιαρίζω.
[ελνστ. -(α)ρίζω με βάση το ρ. ὀγκαρίζω (δες γκαρίζω)· -ου-: με βάση το νιαουρίζω]
- -ούρα 1 [úra] : επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα· δηλώνει την ενέργεια ή το αποτέλεσμα της ενέργειας που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (ανακατώνω - ανακάτωσα) ανακατωσούρα, (θολώνω) θολούρα, (χάνω - έχασα) χασούρα, (χαιρετάω) χαιρετούρα, (τρώγομαι - φαγώθηκα) φαγούρα.
[μσν. *-ούρα < λατ. & ιταλ. μεταρ. και μετεπιθ. επίθημα -ura αφηρ. και περιλ. ουσ.: λατ. strictura `σφίξιμο΄, λατ., ιταλ. armatura `εξοπλισμός΄]
- -ούρα 2 : μεγεθυντικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ονόματα· συνήθ. επιτείνει μειωτικά την έννοια της πρωτότυπης λέξης: (γαλλικά) γαλλικούρα, (δημοτική) δημοτικούρα, (ελληνικά) ελληνικούρα, (λαϊκός) λαϊκούρα, (μαλλί) μαλλούρα, (μηδενικό) μηδενικούρα.
[μσν. -ούρα < -ουρα 1 (το λατ. και ιταλ. -ura είναι και μετον.: ιταλ. altura `ψηλό μέρος΄): μσν. κομματ-ούρα `μεγάλο κομμάτι΄]
- -ούργημα [úrjima] : β' συνθετικό σε σύνθετα ουδέτερα ουσιαστικά που αποτελούν συνήθ. χαρακτηρισμό ενός ανθρώπινου επιτεύγματος, έργου κτλ., με βάση αυτό που συνεπάγεται το α' συνθετικό: αραβ~, αριστ~, τερατ~.
[λόγ. < αρχ. -ούργημα από ρ. σε -ουργῶ (< ἔργον) ως β' συνθ.: αρχ. κακ-ούργημα (< κακ-ουργῶ `κάνω κακή πράξη΄)]
- -ουργία [urjía] : β' συνθετικό σε θηλυκά αφηρημένα ουσιαστικά· δηλώνει σε αντιστοιχία συνήθ. με το οικείο αρσενικό ουσιαστικό σε -ουργός: 1. επαγγελματική ενασχόληση, δραστηριότητα, επιχείρηση σχετική με αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: μεταλλ~, ταπητ~, υφαντ~. 2. σύνολο γνώσεων και τεχνικών που αφορούν αυτό που συνεπάγεται το α' συνθετι κό: αμπελ~, βαμβακ~.
[λόγ. < αρχ. -ουργία (< -ουργ(ός) -ία) ως β' συνθ.: αρχ. δημι-ουργία (< δημι-ουργός)]
- -ουργός [urγós] : β' συνθετικό σε σύνθετα αρσενικά ουσιαστικά· δηλώνει το πρόσωπο που ασχολείται επαγγελματικά: 1. με την κατασκευή ή επεξεργασία αυτού που εκφράζει ή συνεπάγεται το α' συνθετικό: ξυλ~, σιδηρ~, ταπητ~, υφαντ~. || (παρωχ.) πεταλ~. 2. με την καλλιέργεια ή την εκτροφή αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: αμπελ~, μελισσ~.
[λόγ. < αρχ. -ουργός (< ουσ. ἔργον) ως β' συνθ.: αρχ. δημι-ουργός (δες λ.)]
- -ουργός -ός -ό θηλ. (σπάν.) & -ή : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα με λόγια προέλευση· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο προκαλεί τη δημιουργία αυτού που υπάρχει ως α' συνθετικό: γενεσι~.
[λόγ. < ελνστ. -ουργός < αρχ. -ουργός (δες -ουργός ουσ.): ελνστ. γενεσι-ουργός]
- -ούρι [úri] : σπάνιο υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων κυρίως από ονόματα: (κάνναβη) κανναβούρι, (στήθος) στηθούρι, (σπίθα) σπιθούρι.
[μσν. -ούριν < ελνστ. λ. -ούριον (< λ. σε -ούρ(ος) -ιον) με αποφυγή της χασμ.: ελνστ. *μελαν-ούριον (υποκορ. του αρχ. μελάνουρος), ελνστ. ἀνεμ-ούριον `ανεμόμυλος΄, μσν. κανναβ-ούριν < αρχ. κάνναβ(ις) -ούρι(ο)ν]
- -ουρία [uría] : (ιατρ.) β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά. 1. δηλώνει την παρουσία στα ούρα της ουσίας που εκφράζει το α' συνθετικό: αιματ~, λευκωματ~, λιπο~. 2. αναφέρεται στην ούρηση: βραδυ~, πολυ~, συχνο~.
[λόγ. < αρχ. -ουρία θ. του ουσ. οsρ(ον) -ία ως β' συνθ.: αρχ. δυσ-ουρία, ελνστ. λιθ-ουρία & νλατ. -uria < αρχ. -ουρία: πυ-ουρία < νλατ. pyuria, λευκωματ-ουρία μτφρδ. νλατ. albuminuria]
- -ουριά [urjá] : επίθημα θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά. 1. μεγεθύνει μειωτικά τη σημασία της πρωτότυπης λέξης: (λάσπη) λασπουριά. 2. (συχνά λαϊκότρ.) δημιουργεί περιληπτικά ουσιαστικά που δηλώνουν σύνολο ατόμων με την ιδιότητα που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (γύφτος) γυφτουριά, (κλέφτης) κλεφτουριά, (λεβέντης) λεβεντουριά.
[σύνθετο μετουσ. περιλ. επίθημα -ούρ(α) -ιά]