Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2.228 εγγραφές [2121 - 2130] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φυλλοφόρος -α -ο [filofóros] Ε4 : που φέρει, που διαθέτει φύλλα, φύλλωμα: Φυλλοφόρα δέντρα.
[λόγ. < ελνστ. φυλλοφόρος `που έχει φύλλα΄, αρχ. σημ.: `αγώνας με αμοιβή ένα στεφάνι΄ σημδ. γαλλ. feuillu]
- φυτορμόνη η [fitormóni] Ο30 (συνήθ. πληθ.) : γενική ονομασία για τις φυτικές ορμόνες.
[λόγ. εν. < αγγλ. phytohormones < phyto- = φυτ(ο)- + hormones = ορμόνες]
- φωσφοριζέ [fosforizé] Ε (άκλ.) : (για ρούχο, αντικείμενο κτλ.) που φωσφορίζει: Πουκάμισο / ρολόι ~.
[λόγ. < γαλλ. phosphorisé]
- φωσφορίζω [fosforízo] Ρ2.1α : (για ουσίες, σώματα, οργανισμούς) εκπέμπω φως στο σκοτάδι σύμφωνα με το φαινόμενο του φωσφορισμού: Tα μάτια πολλών ζώων φωσφορίζουν (στο σκοτάδι). Yφάσματα / χρώματα που φωσφορίζουν.
[λόγ. < γαλλ. phosphoriser `κάνω κτ. να φωσφορίζει΄ < phosphor(e) = φωσφόρ(ος) -iser = -ίζω & κατά τη σημ. του γαλλ. phospho rer]
- φωσφορίζων -ουσα -ον [fosforízon] Ε12 : που φωσφορίζει: Φωσφορίζοντες οργανισμοί. Φωσφορίζοντα ρολόγια / όργανα / ρούχα.
[λόγ. μεε. του φωσφορίζω]
- φωσφορικός -ή -ό [fosforikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται στο φώσφορο, που το περιέχει: Φωσφορικά άλατα / λιπάσματα.
[λόγ. < γαλλ. phosphorique < phosphor(e) = φωσφόρ(ος) -ique = -ικός]
- φωσφορισμός ο [fosforizmós] Ο17 : (φυσ., χημ.) ιδιότητα ορισμένων ουσιών, σωμάτων ή ζωντανών οργανισμών να εκπέμπουν φως στο σκοτάδι (χωρίς αισθητή άνοδο της θερμοκρασίας τους)· (πρβ. φθορισμός). || (βιολ.) το φαινόμενο κατά το οποίο μερικοί μικροοργανισμοί εκπέμπουν φως στο σκοτάδι (π.χ. η πυγολαμπίδα).
[λόγ. φωσφορισ- (φωσφορίζω) -μός μτφρδ. γαλλ. phosphorescence]
- φώσφορο το [fósforo] Ο41 & (χημ.) φωσφόρος ο [fosfóros] Ο18 & φώσφορος ο [fósforos] Ο20α : 1. αμέταλλο στοιχείο, στερεό και εύφλεκτο: Nα τρως πολλά ψάρια, γιατί έχουν ~. Ο φωσφόρος παρουσιάζεται σταθερά στους ζωικούς ιστούς και αποβάλλεται με τα ούρα. 2. κοινή ονομασία διάφορων ουσιών που φωσφορίζουν.
[λόγ. < αρχ. φωσφόρος `που δίνει φως΄ (ενν. ἀστήρ) σημδ. γαλλ. phosphore (στη νέα σημ.) < αρχ. φωσφόρος και με μετακ. τόνου για ένδειξη σύνθ. και μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]
- φωσφορούχος -α -ο [fosforúxos] Ε4 : που περιέχει φώσφορο: Φωσφορούχο υδρογόνο. Φωσφορούχες ενώσεις.
[λόγ. φωσφόρ(ος) + -ούχος μτφρδ. γαλλ. phosphoré]
- φωτορεπορτάζ το [fotoreportáz] Ο (άκλ.) : η φωτογράφιση συνήθ. επίκαιρων γεγονότων για εφημερίδα ή άλλο έντυπο.
[λόγ. < γερμ. Ρhoto reportage (Ρhoto- = φωτο- 2)]