Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %οπ%
2.316 εγγραφές [161 - 170]
ανασκολοπίζω [anaskolopízo] -ομαι Ρ2.1 : δένω ή σουβλίζω κπ. σε πάσσαλο με σκοπό να τον θανατώσω.

[λόγ. < αρχ. ἀνασκολοπίζω]

ανασκολόπιση η [anaskolópisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανασκαλοπίζω· ανασκολοπισμός.

[λόγ. < ελνστ. ἀνασκολόπι(σις) -ση]

ανασκολοπισμός ο [anaskolopizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανασκολοπίζω: Οι κατάδικοι θανατώθηκαν με ανασκολοπισμό.

[λόγ. < ελνστ. ἀνασκολοπισμός]

ανασκόπηση η [anaskópisi] Ο33 : σύντομη εξέταση ή παρουσίαση γεγονότων, μιας κατάστασης κτλ. ανατρέχοντας στο παρελθόν: Οι δύο πρωθυπουργοί έκαναν ~ της διεθνούς κατάστασης και των διμερών σχέσεων. Tηλεοπτική εκπομπή με ~ των γεγονότων του έτους που πέρασε.

[λόγ. ανασκοπη- (ανασκοπώ) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. révision & αγγλ. review]

ανασκοπώ [anaskopó] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω ανασκόπηση.

[λόγ. < αρχ. ἀνασκοπῶ `εξετάζω καλά, λογαριάζω περασμένα γεγονότα΄ σημδ. γαλλ. réviser & αγγλ. review]

ανατοποθέτηση η [anatopoθétisi] Ο33 : η ενέργεια του ανατοποθετώ.

[λόγ. ανατοποθετη- (ανατοποθετώ) -σις > -ση]

ανατοποθετώ [anatopoθetó] -ούμαι Ρ10.9 : (λόγ.) θέτω (ένα θέμα, ζήτημα κτλ.) υπό συζήτηση σε διαφορετική βάση.

[λόγ. ανα- τοποθετώ]

ανατροπέας ο [anatropéas] Ο21 : αυτός που προκαλεί ανατροπή. α. χαρακτηρισμός αυτού που καταργεί ή εξαφανίζει κτ.: ~ του πολιτεύματος / της θρησκείας. Kατηγορείται ως ~ των ηθικών και κοινωνικών αξιών. β. ονομασία μηχανημάτων με τα οποία γίνεται η ανατροπή.

[λόγ. < αρχ. ἀνατροπεύς, αιτ. -έα (στη σημ. α)]

ανατροπή η [anatropí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανατρέπω. 1. αναποδογύρισμα: ~ της βάρκας / του τραπεζιού. H υπερβολική ταχύτητα προκάλεσε την ~ του αυτοκινήτου. || ο ειδικός μηχανισμός του ανατρεπόμενου οχήματος: Ξεφορτώνουν το αυτοκίνητο με τα χέρια, γιατί χάλασε η ~ του. α. (σπάν.) εξουδετέρωση κάποιου: ~ του αντιπάλου. β. (σπάν.) καταστροφή. 2. (μτφ.) κατάργηση, εξαφάνιση, συνήθ. βίαιη: ~ του καθεστώτος / της κυβέρνησης / της ισορροπίας δυνάμεων / των ηθικών αξιών. Πολιτική / κοινωνική ~. α. εξουδετέρωση: ~ της εχθρικής επίθεσης / άμυνας. || (νομ.) ακύρωση: ~ μιας δικαστικής απόφασης. β. αναγκαστική ματαίωση ή αλλαγή: ~ των σχεδίων / επιδιώξεων κάποιου. ~ των συμμαχιών. γ. ανασκευή: ~ των επιχειρημάτων κάποιου / κατηγοριών.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀνατροπή· 2: σημδ. γαλλ. renversement]

ανδριαντοποιία η [anδriandopiía] Ο25 : γλυπτική ανδριάντων.

[λόγ. < αρχ. ἀνδριαντοποιία]

< Προηγούμενο   1... 15 16 [17] 18 19 ...232   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες