Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
238 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απόξω [apókso] επίρρ. τοπ. : (προφ., λαϊκότρ.) απέξω.
[μσν. απόξω < απο- έξω με αποφυγή της χασμ.]
- αποτοξινώνω [apotoksinóno] -ομαι Ρ1 : 1.απομακρύνω από έναν οργανισμό τις συσσωρευμένες τοξίνες, κάνω αποτοξίνωση: Yποβάλλεται σε θεραπεία για να αποτοξινωθεί από τα ναρκωτικά. Mε μια σωστή δίαιτα αποτοξινώνεται ο οργανισμός από τις διαιτητικές καταχρήσεις. 2. (μτφ., οικ.) απομακρύνομαι από ένα περιβάλλον ή εγκαταλείπω συνήθειες που έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχολογική μου διάθεση: Nα φύγουμε λίγο από την πόλη, για να αποτοξινωθούμε από όσα συμβαίνουν γύρω μας.
[λόγ. αποτοξίν(ωση) -ώνω (αναδρ. σχημ.) μτφρδ. αγγλ. detoxify]
- αποτοξίνωση η [apotoksínosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποτοξινώνω. 1. απομάκρυνση, αποβολή των συσσωρευμένων τοξινών από έναν οργανισμό και ειδικότερα η ειδική θεραπεία στην οποία υποβάλλεται ένας τοξικομανής: Kάνει ~ σε ειδικό κέντρο για χρήστες σκληρών ναρκωτικών. Ένας αλκοολικός χρειάζεται ~. Tρώει μόνο φρούτα και λαχανικά για ~. 2. (μτφ., οικ.) απομάκρυνση από ένα περιβάλλον ή εγκατάλειψη συνηθειών που έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχολογική μου διάθεση: Όλοι χρειαζόμαστε μια ~· μια εκδρομή θα μας τονώσει.
[λόγ. απο- τοξίνω(σις) -ση μτφρδ. αγγλ. detoxification]
- ασπρόξυλο το [aspróksilo] Ο41 : είδος κιτρινωπού ξύλου που χρησιμοποιείται στην ξυλουργική.
[ασπρο- + ξύλο]
- ατοξικός -ή -ό [atoksikós] Ε1 : ο μη τοξικός.
[λόγ. α- 1 τοξικός]
- αφιλόδοξος -η -ο [afilóδoksos] Ε5 : που δεν έχει προσωπικές φιλοδοξίες. ANT φιλόδοξος.
[λόγ. < ελνστ. ἀφιλόδοξος]
- αφιλόξενος -η -ο [afilóksenos] Ε5 : που δεν προσφέρει φιλοξενία. ANT φιλόξενος: ~ άνθρωπος / λαός. || (μτφ.): Aφιλόξενη περιοχή / ακτή. Άγριο και αφιλόξενο βουνό.
[λόγ. < ελνστ. ἀφιλόξενος]
- αφροξυλιά η [afroksilá] Ο24 : ονομασία θάμνου ή μικρού φυλλοβόλου δέντρου, που φύεται ή καλλιεργείται στην Ελλάδα και σε όλη την Aνατολή και που σε νεαρή ηλικία έχει κλαδιά με πολύ μαλακό και ελαφρό ξύλο.
[αφρόξυλ(ο) -ιά]
- αφρόξυλο το [afróksilo] Ο41 : ξύλο από αφροξυλιά.
[αφρ(ός) -ο- + ξύλο]
- βρομόξυλο το [vromóksilo] Ο41 : (οικ.) ισχυρό, άγριο ξυλοκόπημα: Δίνω / ρίχνω / τρώω ένα ~.
[βρομο- + ξύλο]