Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
238 εγγραφές [111 - 120] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οξαλικός -ή -ό [oksalikós] Ε1 : (χημ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στο οξύ της οξαλίδας: Οξαλικό οξύ. Οξαλικά άλατα.
[λόγ. < γαλλ. oxalique < oxal(ide) < ελνστ. ὀξαλ(ιδ)- (δες οξαλίδα) -ique = -ικός]
- οξεία η [oksía] Ο25 : 1. ένα από τα τονικά σημάδια που χρησιμοποιούνταν στην ελληνική γραφή πριν από την εφαρμογή του μονοτονικού συστήματος: Οι τόνοι της αρχαίας ελληνικής είναι τρεις: η ~, η βαρεία και η περισπωμένη. 2. τονικό σημάδι της βυζαντινής μουσικής.
[λόγ. < ελνστ. ὀξεῖα, ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. ὀξύς (επειδή συμβόλιζε ανοδική κίνηση της φωνής)]
- οξειδάση η [oksiδási] Ο30 : (χημ.) είδος οξειδωτικού ενζύμου.
[λόγ. < γαλλ. oxydase < oxyd(e) = οξείδ(ιο) -ase κατά το diastase `ένζυμο΄ < αρχ. διάστασις `χωρισμός΄]
- οξείδιο το [oksíδio] Ο40 : (χημ.) κάθε χημική ένωση που προέρχεται από οξείδωση: ~ του σιδήρου / του χαλκού / του ασβεστίου.
[λόγ. < γαλλ. oxide, oxyde < αρχ. ὀξ(ύς) (δες στο οξύ) -ide = -ίδιο (δες το παράδειγμα οξ-ίδιο στο λ. -ίδιο), η ορθογρ. <ει> με βάση σφαλερή ελνστ. γραφή ὀξείδιον, υποκορ. του αρχ. ὄξος (δες στο ξίδι)]
- οξειδώνω [oksiδóno] -ομαι Ρ1 : προκαλώ οξείδωση: Ο σίδηρος είναι από τα μέταλλα που οξειδώνονται εύκολα.
[λόγ. οξειδ(ώ) -ώνω < γαλλ. oxider, oxyder < oxide = οξείδ(ιο) -ώ]
- οξείδωση η [oksíδosi] Ο33 : (χημ.) χημική αντίδραση κατά την οποία γίνεται αργή ένωση οξυγόνου με άτομα άλλου στοιχείου· (πρβ. βραδεία καύση): ~ του σιδήρου· (πρβ. σκούριασμα). || Bιολογική ~.
[λόγ. οξειδω- (δες οξειδώνω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. oxidation, oxydation]
- οξειδωτικός -ή -ό [oksiδotikós] Ε1 : που προκαλεί οξείδωση: Οξειδωτική φλόγα.
[λόγ. οξειδω- (δες οξειδώνω) -τικός μτφρδ. γαλλ. oxidant, oxydant]
- οξιά η [oksxá] Ο24 : δασικό δέντρο μεγάλου ύψους με λείο κορμό, ωοειδή και συνήθ. οδοντωτά φύλλα, βαρύ και σκληρό ξύλο: Yψόμετρο μεγαλύτε ρο από εκείνο στο οποίο φυτρώνει η ~. || το ξύλο της οξιάς: Έπιπλο από ~.
[μσν. οξιά < ελνστ. ὀξέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (αρχ. ὀξύα)]
- οξικός -ή -ό [oksikós] Ε1 : (χημ.) 1. Οξικό οξύ, οργανική ένωση που χαρακτηρίζεται από πνιγηρή οσμή, καυστικότητα και πολύ ξινή γεύση: Παρασκευή / ιδιότητες του οξικού οξέος. Tο οξικό οξύ είναι βασικό συστατικό του ξιδιού. 2. που έχει σχέση με το οξικό οξύ: Οξική ζύμωση, κατά την οποία παράγεται το οξικό οξύ. Οξικά άλατα, που σχηματίζονται από το οξικό οξύ.
[λόγ. οξ(ύ) -ικός μτφρδ. γαλλ. acétique (δες οξείδιο)]
- όξινος -η -ο [óksinos] Ε5 : 1. (λόγ.) ξινός: Όξινη γεύση. 2. (χημ.) α. που έχει σχέση με τα οξέα: Όξινες ιδιότητες. Όξινη αντίδραση, που αποδεικνύει την ύπαρξη οξέος. β. που περιέχει οξύ: Όξινο διάλυμα. Όξινα άλα τα. Όξινη βροχή, που περιέχει σχετικά υψηλές ποσότητες νιτρικού και θειικού οξέος.
[λόγ. < ελνστ. ὄξινος (σύγκρ. ξίδι)]