Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
84 εγγραφές [81 - 84] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φιλοξενία η [filoksenía] Ο25 : 1. η προθυμία, η φιλική διάθεση στην υποδοχή και κυρίως στη δωρεάν παροχή στέγης, τροφής και περιποίησης σε ένα ή σε περισσότερα άτομα κατά την προσωρινή τους παραμονή σε ξένο σπίτι: Είναι γνωστή η πατροπαράδοτη ελληνική ~. Ευχαριστούμε για τη ~. Δε θέλω να καταχραστώ τη ~ σας. 2α. η δωρεάν παροχή στέγης, τροφής και περιποίησης: Παρέχω ~. Οι μετανάστες βρήκαν ~ και συμπαράσταση στη χώρα υποδοχής, ευνοϊκή, θετική υποδοχή και φροντίδα. β. για επί πληρωμή παροχή υπηρεσιών: H ~ στα ξενοδοχεία του νησιού είναι άψογη, η εξυπηρέτηση.
[λόγ. < αρχ. φιλοξενία]
- φιλόξενος -η -ο [filóksenos] Ε5 : που είναι πρόθυμος στην παροχή φιλοξενίας. ANT αφιλόξενος: Οι Ολλανδοί είναι ~ λαός. || Tο συνέδριο έγινε στο φιλόξενο χώρο του Πνευματικού Kέντρου.
φιλόξενα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. φιλόξενος]
- φιλοξενούμενος -η -ο [filoksenúmenos] Ε5 : που τον φιλοξενούν. || (συνήθ. ως ουσ.) ο φιλοξενούμενος, θηλ. φιλοξενούμενη, ο επισκέπτης, ο καλεσμένος: Περιποιήσου το φιλοξενούμενό μας. Φιλοξενούμενοι της εκπομπής είναι συχνά γνωστές προσωπικότητες.
[λόγ. μπε. του φιλοξενώ]
- φιλοξενώ [filoksenó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. παρέχω φιλοξενία: Tις γιορτές φιλοξενούσαμε στο σπίτι έναν οικογενειακό φίλο. Όταν κατεβαίνω στην Aθή να, φιλοξενούμαι στο σπίτι του αδελφού μου. 2. παρέχω σε κπ. δωρεάν τόπο διαμονής, άσυλο, καταφύγιο: Οι άστεγοι εξαιτίας των σεισμών φιλο ξενήθηκαν στο στάδιο και στα σχολικά κτίρια. Mετά τον εμφύλιο οι γειτονικές χώρες φιλοξένησαν τους πολιτικούς πρόσφυγες από την Ελλάδα. || (ειρ.): Φιλοξενήθηκε μερικές ώρες στο κρατητήριο για διατάραξη της κοινής ησυχίας. 3α. διαθέτω σε κπ. ένα χώρο (συνήθ. για κάποιες δραστηριότητες): H εκδήλωση / η έκθεση ζωγραφικής φιλοξενήθηκε στην αίθου σα του Πολιτιστικού Kέντρου. H εφημερίδα φιλοξενεί συχνά στις σελίδες της επιστολές αναγνωστών. Tα ράφια της βιβλιοθήκης του φιλοξενούν πολλά σπάνια βιβλία. β. παρέχω σε κπ. υπηρεσίες επί πληρωμή: Tο ξενοδοχείο μπορεί να φιλοξενήσει εκατό άτομα, να δεχτεί, να εξυπηρετήσει.
[λόγ.: 1: ελνστ. φιλοξενῶ· 2: σημδ. γαλλ. hospitaliser· 3: σημδ. αγγλ. host]