Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %μεμπ%
4 εγγραφές [1 - 4]
άμεμπτος -η -ο [ámemptos] Ε5 : που είναι τελείως σωστός, έτσι ώστε κανείς να μην μπορεί να τον κατηγορήσει. ANT μεμπτός: Ένας ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. Άμεμπτη εμφάνιση / συμπεριφορά / διαγωγή. άμεμπτα ΕΠIΡΡ: Οι εξετάσεις / όλα έγιναν ~.

[λόγ. < αρχ. ἄμεμπτος]

αξιόμεμπτος -η -ο [aksiómemptos] Ε5 : για συμπεριφορά, ενέργεια κτλ. που είναι αντίθετη με τους κανόνες της ηθικής, της δεοντολογίας: Aξιόμεμπτες πράξεις.

[λόγ. αξιο- + μεμπ- (μέμφομαι) -τος κατά το αντ. αξιέπαινος]

επίμεμπτος -η -ο [epímemptos] Ε5 : (λόγ.) που δεν είναι σωστός με αποτέλεσμα να μπορούμε να τον κατηγορήσουμε: Επίμεμπτη πράξη / συμπεριφορά. || (ως επίσημος χαρακτηρισμός): Επίμεμπτη διαγωγή.

[λόγ. < ελνστ. ἐπίμεμπτος]

μεμπτός -ή -ό [memptós] Ε1 : που δεν είναι σωστός, με αποτέλεσμα να μπορούμε να τον κατηγορήσουμε. ANT άμεμπτος: Mεμπτή πράξη / συμπεριφορά. Οι ενέργειές του δεν έχουν τίποτα το μεμπτό.

[λόγ. < αρχ. μεμπτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες