Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
52 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -κτονία [ktonía] : β' συνθετικό με λόγια προέλευση αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών· δηλώνει: 1. θανατηφόρα εγκληματική ενέργεια εναντίον του προσώπου που δηλώνει το α' συνθετικό: αδελφο~, μητρο~, πατρο~, συζυγο~. 2. θανατηφόρα ενέργεια εναντίον αυτού που δηλώνει το α' συνθετικό· συχνά ισοδυναμεί με έγκλημα, αν αυτό που δηλώνει το α' συνθετικό είναι φιλικό, χρήσιμο στον άνθρωπο: ζωο~. || γενικά για μη φυσιολογικό θάνατο: λιμο~, θάνατος εξαιτίας λιμού.
[λόγ. < ελνστ. -κτονία (< -κτόνος) ως β' συνθ.: ελνστ. πατρο-κτονία]
- -κτόνος [któnos] θηλ. -κτόνος [któnos] : β' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα ουσιαστικά· δηλώνει το πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από τη θανατηφόρα, εγκληματική δράση του εναντίον του προσώπου που δηλώνει το α' συνθετικό: αδελφο~, βασιλο~, μητρο~, παιδο~, τυραννο~. || εθνο~.
[λόγ. < αρχ. -κτονος < θ. του ρ. κτείν(ω) `σκοτώνω΄ ως β' συνθ.: αρχ. ἀδελφο-κτόνος, ελνστ. πατρο-κτόνος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- -κτόνος -ος -ο [któnos] θηλ. (σπάν.) & -α : β' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από τη θανατηφόρα δράση του εναντίον αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: ακριδο~, βακτηριο~, ζιζανιο~, παρασιτο~, φθειρο~. || με ουσιαστικοποίηση του ουδέτερου γένους: εντομοκτόνο, ζιζανιοκτόνο, κατσαριδοκτόνο.
[λόγ. < -κτόνος (ουσ.)]
- αδελφοκτονία η [aδelfoktonía] Ο25 : φόνος μεταξύ αδελφών: Ο δράστης προσπάθησε να παρουσιάσει την ~ σαν δράμα τιμής. || (επέκτ.) φόνος ομοεθνή, ομόθρησκου ή, γενικότερα, συνανθρώπου.
[λόγ. < ελνστ. ἀδελφοκτονία]
- αδελφοκτόνος -ος / -α -ο [aδelfoktónos] Ε14 : α.που οδηγεί σε φόνο αδελφού από αδελφό: Οι αδελφοκτόνες συγκρούσεις μέσα στις οικογένειες των ηγεμόνων και των βασιλιάδων ήταν συχνές. || (ως ουσ.) ο αδελφοκτόνος, θηλ. αδελφοκτόνος, ο φονιάς του αδελφού ή της αδελφής του: Ο Kάιν είναι ο πρώτος ~. β. για εμφύλια φονική διαμάχη: Οι αδελφοκτόνοι πόλεμοι είναι από τους πιο σκληρούς και τραγικούς.
[λόγ. < αρχ. ἀδελφοκτόνος]
- ακριδοκτόνος -α -ο [akriδoktónos] Ε4 : που σκοτώνει, που εξοντώνει τις ακρίδες. || (ως ουσ.) το ακριδοκτόνο, εντομοκτόνο που χρησιμοποιείται για την καταπολέμηση των ακρίδων: Οι γεωργοί χρησιμοποιούν ακριδοκτόνα.
[λόγ. ακριδ- (δες ακρίδα) -ο- + -κτόνος]
- ανθρωποκτονία η [anθropoktonía] Ο25 : (νομ.) η πρόκληση του θανάτου ενός ανθρώπου από άλλον άνθρωπο (όταν δεν πρόκειται για εκτέλεση θανατικής ποινής)· (πρβ. φόνος): Kαταδικάστηκε για ~ από αμέλεια / από πρόθεση. Tο έγκλημα της ανθρωποκτονίας.
[λόγ. < ελνστ. ἀνθρωποκτονία]
- ανθρωποκτόνος -α -ο [anθropoktónos] Ε4 : που προξενεί το θάνατο ανθρώπων. || (ως ουσ.) ο ανθρωποκτόνος, αυτός που έχει σκοτώσει άνθρωπο· φονιάς.
[λόγ. < αρχ. ἀνθρωποκτόνος]
- αρχιτέκτονας ο [ar
itéktonas] Ο5 θηλ. αρχιτέκτονας [ar itéktonas] & αρχιτεκτόνισσα [ar itektónisa] Ο27 : 1.διπλωματούχος μηχανικός που εκπονεί τα σχέδια κτιρίων ή άλλων κατασκευών. 2. (μτφ.) αυτός που συλλαμβάνει, προετοιμάζει και πραγματοποιεί ένα έργο, ο πρωτεργάτης: Ο Tσώρτσιλ θεωρείται ο ~ της νίκης των συμμάχων κατά το β' παγκόσμιο πόλεμο. || (χλευ.): Ο ~ της προδοσίας. [λόγ. < αρχ. ἀρχιτέκτων, αιτ. -ονα· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· λόγ. αρχιτέκτον(ας) -ισσα]
- αρχιτεκτόνημα το [arxitektónima] Ο49 : 1.αρχιτεκτονικό έργο. 2. (μτφ.) για κτ., π.χ. έργο τέχνης, σύγγραμμα κτλ., που είναι σωστά δομημένο.
[λόγ. < ελνστ. ἀρχιτεκτόνημα `σχέδιο, κατασκευή΄]