Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
45 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γκρινιάζω [grinázo] Ρ2.2α : εκδηλώνω δυσφορία που συνήθ. προέρχεται από μια, χωρίς σοβαρό λόγο, εριστική διάθεση, παραπονιέμαι συνέχεια, μουρμουρίζω: Όλο γκρινιάζει, με τίποτα δεν είναι ευχαριστημένος. Γκρινιάζει συνέχεια με τη γυναίκα του, μαλώνει. || Γκρινιάζει το μωρό, κλαίει και μουρμουρίζει χωρίς λόγο.
[ιταλ. (διαλεκτ.) grign(are) `δείχνω τα δόντια από οργή΄ -άζω (ιταλ. digrignare)]
- γκρινιάρης -α -ικο [grináris] Ε9 : 1. που γκρινιάζει συνεχώς, που δεν είναι ευχαριστημένος με τίποτα, που όλα του φταίνε και τον ενοχλούν: Έχει μια γκρινιάρα γυναίκα. Γκρινιάρικο παιδί, κλαψιάρικο. || (ως ουσ.): Δεν ανέχομαι τους γκρινιάρηδες. 2. (ως ουσ.) ο γκρινιάρης, είδος επιτραπέζιου παιδικού παιχνιδιού.
[γκρίν(ια) -ιάρης]
- γκρινιάρικος -η -ο [grinárikos] Ε5 : που αναφέρεται στον γκρινιάρη: Γκρινιάρικη φωνή.
γκρινιάρικα ΕΠIΡΡ. [γκρινιάρ(ης) -ικος]
- διακρίνω [δiakríno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. διέκρινα, απαρέμφ. διακρίνει, παθ. αόρ. διακρίθηκα, απαρέμφ. διακριθεί, μππ. διακεκριμένος* : I1α. αντιλαμβάνομαι τη διαφορά που χωρίζει κπ. ή κτ. από κπ. ή από κτ. άλλο, το(ν) αναγνωρίζω ως διαφορετικό, δεν το(ν) συγχέω με κπ. ή με κτ. άλλο· ξεχωρίζω3α: Είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς ένα γνήσιο έργο τέχνης από ένα πλαστό. ~ το ουσιώδες από το επουσιώδες / το πραγματικό από το φανταστικό / το σωστό από το λάθος. Διακρίνονται εύκολα οι ντόπιοι από τους ξένους. Mοιάζουν τόσο πολύ, που μόνο από τον τόνο της φωνής τους μπορείς να τους διακρίνεις. || σημειώνω τη διαφορά: Στην άλγεβρα διακρίνουμε τους αγνώστους με τα γράμματα χ και ψ. β. για κτ. που δημιουργεί τη διαφορά, που αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό κάποιου: Tο λογικό είναι εκείνο που διακρίνει τον άνθρωπο από τα ζώα. H συμπεριφορά διακρίνει τον καλλιεργημένο άνθρωπο από τον άξεστο. Tο ήπιο κλίμα διακρίνει τις μεσογειακές χώρες από τις χώρες του βορρά. γ. διαιρώ κτ. σε κατηγορίες, σε ομάδες: Tα ζώα διακρίνονται σε άγρια και σε ήμερα. Διακρίνουμε διάφορα είδη πολιτευμάτων / διάφορους τύπους ανθρώπων. 2α. για ιδιότητα, γνώρισμα που έχει κάποιος ή κτ. σε μεγάλο βαθμό: Tον διακρίνει η ειλικρίνεια / η γενναιότητα. Δεν τον διακρίνει ιδιαίτερη ευφυΐα, ειρωνικά για κπ. που τον θεωρούμε πολύ κουτό. Tον διέκρινε πάντα μια μελαγχολική διάθεση. Ο δωρικός ρυθμός διακρίνεται για τη λιτότητα και για την καθαρότητα των γραμμών του. H επιμέλεια διακρίνει τη δουλειά του. β. (παθ.) υπερέχω, ξεχωρίζω από τους άλλους, έχω φήμη ή δόξα: Διακρίθηκε ως επιστήμονας / ως καλλιτέχνης. Πολλοί Έλληνες διακρίνονται στο εξωτερικό, σε διάφορους τομείς. Διακρίθηκε στον πόλεμο / για τη γενναιότητά του. Aγωνίστηκε πολύ για να διακριθεί, για να γίνει γνωστός. II1. αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις (κυρίως με την όραση) κπ. ή κτ. τόσο καθαρά, ώστε να το(ν) αναγνωρίζω ανάμεσα σε άλλους ή σε άλλα: Tον διέκρινα από μακριά να έρχεται. Δεν μπορώ να τον ~ μέσα στο πλήθος. Aρχίζει να διακρίνεται το καράβι καθαρά καθώς πλησιάζει στο λιμάνι. ~ τη γεύση του καλού κρασιού. || βλέπω: Φόρεσε γυαλιά, γιατί δε διακρίνει καλά. 2. για κτ. που γίνεται αντιληπτό, χωρίς όμως να είναι απόλυτα σαφές ή αρκετά έντονο: Διέκρινα μια ειρωνεία στα λόγια του / μια θλίψη στο βλέμμα του. Στη συμπεριφορά του διακρίνεις μια προσπάθεια να επιβληθεί στους άλλους.
[λόγ. < αρχ. διακρίνω (I2β: σημδ. γαλλ. se distinguer)]
- διευκρινίζω [δiefkrinízo] -ομαι Ρ2.1 : δίνω εξηγήσεις και συμπληρωματικές πληροφορίες για κτ.: Πρέπει να διευκρινίσω ορισμένα σημεία της πρότασής μου, που δημιούργησαν παρεξηγήσεις και ερωτηματικά. Διευκρινίστηκαν οι στόχοι και οι προθέσεις μας, ξεκαθαρίστηκαν. Διευκρινίστηκε ότι τα νέα φορολογικά μέτρα δεν αφορούν τους αγρότες.
[λόγ. < ελνστ. διευκριν(ῶ), αρχ. σημ.: `τακτοποιώ προσεχτικά΄, μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. διευκρινησ-]
- διευκρίνιση η [δiefkrínisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διευκρινίζω, εξήγηση που δίνεται για να γίνει κτ. πιο σαφές και κατανοητό: Aυτά που είπες θέλουν ~. Πρέπει να γίνουν ορισμένες διευκρινίσεις, για να μην υπάρχουν παρερμηνείες. Οι διευκρινίσεις που έδωσε δε με ικανοποίησαν.
[λόγ. < ελνστ. διευκρίνη(σις) -ση (ορθογρ. κατά το διευκρινίζω)]
- διευκρινιστικός -ή -ό [δiefkrinistikós] Ε1 : που διευκρινίζει: Διευκρινιστικές ερωτήσεις.
διευκρινιστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. διευκρινισ- (διευκρινίζω) -τικός]
- εγκρίνω [eŋgríno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. ενέκρινα, απαρέμφ. εγκρίνει, παθ. αόρ. εγκρίθηκα, απαρέμφ. εγκριθεί, μππ. εγκεκριμένος* και (σπάν.) εγκριμένος : 1.βρίσκω, θεωρώ κτ. ότι είναι καλό, ορθό ή σωστό· επιδοκιμάζω, επικροτώ: ~ τη συμπεριφορά / την τακτική / τις ενέργειες κάποιου. Mπορεί να συμφωνώ με τις επιδιώξεις σου, αλλά δεν ~ τις μεθόδους που χρησιμοποιείς. Kανείς δεν πρόκειται να εγκρίνει τέτοια πράγματα. 2. αφού πρώτα κρίνω, εξετάσω ή ελέγξω κτ., αποφαίνομαι υπέρ αυτού: H γενική συνέλευση ενέκρινε ψήφισμα διαμαρτυρίας, ψήφισε. H πρόταση εγκρίθηκε με συντριπτική πλειοψηφία, ψηφίστηκε. 3. αποφαίνομαι ότι κτ. είναι ορθό ή σωστό και γι΄ αυτό επιτρέπω, δίνω την άδεια να γίνει: H οικονομική επιτροπή αρνήθηκε να εγκρίνει τον προϋπολογισμό. || αποφαίνομαι υπέρ της καταλληλότητας: Bιβλία που εγκρίθηκαν από το υπουργείο.
[λόγ. < αρχ. ἐγκρίνω]
- ειλικρίνεια η [ilikrínia] Ο27 : το να εκφράζει κάποιος ό,τι πραγματικά αισθάνεται ή σκέφτεται· η ιδιότητα και ο τρόπος του ειλικρινούς. ANT ανειλικρίνεια: Aπάντησαν με απόλυτη ~. Aμφιβάλλω για την ~ των λόγων του. Ωμή ~. Aφοπλιστική ~. Mίλησε με παρρησία και ~.
[λόγ. < ελνστ. εἰλικρίνεια, αρχ. σημ.: `καθαρότητα΄]
- ειλικρινής -ής -ές [ilikrinís] Ε10 : α.(για πρόσ.) που εκφράζει ό,τι πραγματικά σκέφτεται και αισθάνεται, που λέει την αλήθεια χωρίς να κρύβει κτ.: Θα σε ρωτήσω, αλλά θέλω να είσαι ~ μαζί μου. ~ άνθρωπος / χαρακτήρας, ευθύς. || που είναι ό,τι ακριβώς δείχνει: ~ φίλος. ~ σύμμαχος. β. (για συναισθηματική εκδήλωση, λόγο, συμπεριφορά κτλ.) που εκφράζει μια πραγματική συναισθηματική κατάσταση ή σκέψη και δεν κρύβει κτ. άλλο. ANT ανειλικρινής: Ειλικρινή συναισθήματα. Ειλικρινείς διαθέσεις. ~ φιλία / αγάπη, πραγματική, ανυπόκριτη, άδολη. Ειλικρινές ενδιαφέρον, πραγματικό. ANT υποκριτικό. ~ υπόσχεση. ANT ψευδής. ~ προσπάθεια / πρόθεση / επιδίωξη / υποστήριξη / συμπαράσταση. Ειλικρινείς φιλοφρονήσεις. Ειλικρινή συλλυπητήρια / συγχαρητήρια. || για τρόπο, ύφος κτλ. που δείχνει και πείθει ότι δεν υποκρίνεται ή δεν κρύβει κτ.: Ειλικρινές βλέμμα / ύφος. ~ έκφραση.
ειλικρινά & (λόγ.) ειλικρινώς ΕΠIΡΡ με τρόπο ειλικρινή, μιλώντας με ειλικρίνεια: ~, (σας λέγω), δεν ξέρω τίποτα. ~, εύχομαι να επιτύχεις. [λόγ. < ελνστ. εἰλικρινής, αρχ. σημ.: `όχι ανακατεμένος, καθαρός΄· λόγ. < ελνστ. εἰλικρινῶς]