Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
208 εγγραφές [101 - 110] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κεφαλαιοκρατικός -ή -ό [kefaleokratikós] Ε1 : που έχει σχέση με την κεφαλαιοκρατία, που στηρίζεται σ΄ αυτήν· καπιταλιστικός: Kεφαλαιοκρατικό σύστημα.
[λόγ. κεφαλαιοκράτ(ης) -ικός]
- κλειδοκράτορας ο [kliδokrátoras] Ο5 θηλ. κλειδοκρατόρισσα [kliδοkra tórisa] Ο27 : συνήθ. με περιπαικτική διάθεση, αυτός που είναι υπεύθυνος για τη φύλαξη ενός πράγματος.
[λόγ. κλειδο- 1 + -κράτωρ > -κράτορας κατά το κοσμοκράτωρ (δες κοσμοκράτορας)· λόγ. κλειδοκρατορ- (κλειδοκράτωρ) -ισσα]
- κοσμοκράτορας ο [kozmokrátoras] Ο5 θηλ. κοσμοκράτειρα [kozmokrá tira] Ο27 & (λογοτ.) κοσμοκρατόρισσα [kozmokratórisa] Ο27 : για ηγέτη κράτους, ιδίως ηγεμόνα, ή για κράτος, του οποίου η εξουσία και η επιρροή απλώνεται σε μεγάλο μέρος του κόσμου: Ο Mέγας Aλέξανδρος θέλη σε να γίνει ~. Ο Kάρολος Ε' θέλησε να κάνει την Iσπανία κοσμοκράτει ρα. || (ως επίθ.): H κοσμοκράτειρα Ρώμη.
[λόγ. < ελνστ. κοσμοκράτωρ, αιτ. -ορα· λόγ. κοσμο(κράτωρ) -κράτειρα· κοσμοκράτορ(ας) -ισσα]
- κοσμοκρατορία η [kozmokratoría] Ο25 : η κυριαρχία ενός κράτους επάνω σε ένα πολύ μεγάλο μέρος του κόσμου και η εξουσία την οποία ασκεί σε αυτό: H ~ του Mεγάλου Aλεξάνδρου.
[λόγ. < μσν. κοσμοκρατορία < κοσμοκρατορ- (δες κοσμοκράτορας) -ία]
- κοσμοκρατορικός -ή -ό [kozmokratorikós] Ε1 : που έχει σχέση με την κοσμοκρατορία.
[λόγ. < ελνστ. κοσμοκρατορικός]
- κραταιός -ά / -ή -ό [krateós] Ε1, Ε2 : (λόγ.) πανίσχυρος: Ένα κραταιό έθνος. Kραταιά αυτοκρατορία.
[λόγ. < αρχ. κραταιός]
- κραταιώνω [krateóno] -ομαι Ρ1 : (λόγ.) κάνω κτ. πανίσχυρο: Kραταιώθηκε η αυτοκρατορία.
[λόγ. < ελνστ. κραται(ῶ) -ώνω]
- κράτει [kráti] (άκλ.) : 1. στην έκφραση κάνω ~, δείχνω εγκράτεια, περιορί ζω κτ.: Kάνε λίγο ~ στο τσιγάρο / στο ποτό. Πρέπει να κάνει ~ στη δουλειά. 2. (ναυτ.) διαταγή για να σταματήσει η μηχανή.
[προστ. του κρατώ]
- κράτημα το [krátima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κρατώ, συνηθέστερα: α. στη βυζαντινή ψαλμωδία, η μελωδική παράταση της φωνής με συλλαβές χωρίς νόημα· το τεριρέμ. β. η ικανότητα του αυτοκινήτου να κρατά σταθερούς τους τροχούς στο έδαφος, συνήθ. όταν κινείται με μεγάλη ταχύτητα: Tα καινούρια λάστιχα εξασφαλίζουν γερό ~ στις στροφές.
[ελνστ. κράτημα `στήριγμα, πιάσιμο΄ (η σημ. α μσν.)]
- κρατημός ο [kratimós] Ο17 : (οικ.) αυτοσυγκράτηση, υπομονή, στην έκφραση δεν έχει κρατημό: Όταν αρχίσει να πίνει δεν έχει κρατημό.
[κρατη- (κρατώ) -μός]