Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %κομείο
13 εγγραφές [1 - 10]
-κομείο [komío] : β' συνθετικό σε σύνθετα ουδέτερα ουσιαστικά· σε σύνθεση με το λόγιο τύπο του ουσιαστικού που υπάρχει ως α' συνθετικό, όταν αυτό απαντά με λόγιο και μη λόγιο τύπο· δηλώνει χώρο με ειδικές εγκαταστάσεις ώστε να είναι κατάλληλος: 1. για την περιποίηση αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: βρεφο~, γηρο~. 2. για τη συστηματική επαγγελματική απασχόληση (εκτροφή, κατεργασία κτλ.) με αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: τυρο~· μελισσο~, ορνιθο~· (πρβ. -τροφείο).

[λόγ. < αρχ. -κομεῖον (< -κόμ(ος) -εῖον) ως β' συνθ.: αρχ. χοιρο-κο μεῖον, ελνστ. γηρο-κομεῖον]

ανθοκομείο το [anθokomío] Ο39 : ο ανθόκηπος.

[λόγ. ανθοκόμ(ος) -είον]

βουτυροκομείο το [vutirokomío] Ο39 : εργαστήριο παρασκευής βουτύρου.

[λόγ. βουτυρο- + -κομείον]

βρεφοκομείο το [vrefokomío] Ο39 : ίδρυμα, το οποίο αναλαμβάνει την περίθαλψη και την ανατροφή βρεφών που εγκαταλείπονται από τους γονείς τους: Δημόσιο / δημοτικό / ιδιωτικό ~.

[λόγ. βρεφο- + -κομείον αναλ. προς τα νοσοκομείο(ν), γηροκομείο(ν)]

γηροκομείο το [jirokomío] Ο39 : α. κοινωφελές ίδρυμα για την περίθαλψη και τη φροντίδα γερόντων· (πρβ. οίκος ευγηρίας): Ο φόβος του είναι μήπως τα παιδιά του τον κλείσουν στο ~. β. (μτφ., ειρ.) για σπίτι όπου ζουν ηλικιωμένοι: Tο σπίτι τους κατάντησε σωστό ~.

[λόγ. < ελνστ. γηροκομεῖον]

λεπροκομείο το [leprokomío] Ο39 : νοσοκομείο που προορίζεται για λεπρούς.

[λόγ. λέπρ(α) -ο- + -κομείον κατά το νοσοκομείον]

μελισσοκομείο το [melisokomío] Ο39 : τόπος όπου γίνεται συστηματική εκτροφή μελισσών σε κυψέλες· μελισσοτροφείο.

[λόγ. μελισσοκόμ(ος) -είον]

νοσοκομείο το [nosokomío] Ο39 : δημόσιο ίδρυμα όπου νοσηλεύονται οι άρρωστοι και οι τραυματίες· (πρβ. κλινική): Γενικό ~. ~ παίδων / λοιμωδών νόσων. Στρατιωτικό / πλωτό ~. H χειρουργική / η παιδιατρική κλινική ενός νοσοκομείου. ~ εκατό κλινών. Ο θάλαμος / το κρεβάτι / το προσωπικό του νοσοκομείου. Εισαγωγή ενός αρρώστου στο ~. Παίρνω εισιτήριο / εξιτήριο για / από το ~. Mπαίνω στο ~ για να κάνω εγχείρηση. Έγινε καλά και βγήκε απ΄ το ~. Nοσηλεύτηκε τρεις μήνες στο ~.

[λόγ. < ελνστ. νοσοκομεῖον]

ορνιθοκομείο το [orniθokomío] Ο39 : ορνιθοτροφείο.

[λόγ. < ελνστ. ὀρνιθοκομεῖον]

πτωχοκομείο το [ptoxokomío] & φτωχοκομείο το [ftoxokomío] Ο39 : κοινωφελές ίδρυμα για την προστασία φτωχών που δεν μπορούν να εργαστούν.

[λόγ. πτωχ(ός) -ο- + -κομείον κατά το νοσοκομείον· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες