Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %κλη%
162 εγγραφές [41 - 50]
εγκληματολογικός -ή -ό [eŋglimatolojikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην εγκληματολογία: Εγκληματολογική μελέτη. Εγκληματολογικές έρευνες. Εγκληματολογικό εργαστήριο. Εγκληματολογική υπηρεσία. || (ως ουσ.) το εγκληματολογικό, υπηρεσία της αστυνομίας.

[λόγ. εγκληματολογ(ία) -ικός]

εγκληματολόγος ο [eŋglimatolóγos] Ο18 θηλ. εγκληματολόγος [eŋglima tolóγos] Ο35 : ο ειδικός στην εγκληματολογία.

[λόγ. εγκληματο(λογία) -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

εγκληματώ [eŋglimató] Ρ10.9α : α.(και νομ.) διαπράττω πράξη άδικη, εκούσια, αντίθετη με το νόμο, η οποία κρίνεται αξιόποινη και τιμωρείται με βάση τον ποινικό κώδικα: Εγκλημάτησε από δόλο / από πρόθεση / από αμέλεια. β. κάνω κτ. ηθικά ανεπίτρεπτο, επιζήμιο ή βλαπτικό: Εγκληματεί, όταν δείχνει τέτοια αδιαφορία για το μέλλον των παιδιών του.

[λόγ. εγκληματ- (έγκλημα) -ώ]

έγκληση η [éŋglisi] Ο33 : (νομ.) η καταγγελία αξιόποινης πράξης προς δικαστική αρχή, από το πρόσωπο που υπέστη τις συνέπειές της και η αίτηση για δίωξη και τιμωρία του υπαιτίου: Aδικήματα που διώκονται κατ΄ ~, και όχι αυτεπαγγέλτως. Δικαίωμα / υποβολή / ανάκληση έγκλησης.

[λόγ. < ελνστ. ἔγκλη(σις) -ση]

εγκλητήριο το [eŋglitírio] Ο40 : (νομ.) έγγραφο με το οποίο κοινοποιείται στον κατηγορούμενο πριν από τη δίκη η κατηγορία που του αποδίδεται.

[λόγ. έγκλη(σις) -τήριον]

εκκλησάρης ο [eklisáris] & εκκλησιάρης ο [eklisáris] Ο11 θηλ. εκκλησάρισσα [eklisárisa] & εκκλησιάρισσα [eklisárisa] Ο27 : (λαϊκότρ.) καντηλανάφτης, νεωκόρος.

[-σιάρης: εκκλησί(α) -άρης· -σάρης: < εκκλησιάρης με αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [s] και φων. (σύγκρ. διακόσια > διακόσαεκκλησά ρ(ης), εκκλησιάρ(ης) -ισσα]

έκκληση η [éklisi] Ο33 : (λόγ.) επίκληση, παράκληση, θερμή ικεσία (για βοήθεια, συμπαράσταση κτλ.): Kάνω ~ στον πατριωτισμό σας. Εκατοντάδες εθελοντές πυροσβέστες ανταποκρίθηκαν στις εκκλήσεις του ραδιοφωνικού σταθμού. ~ της κυβέρνησης προς τα συνδικάτα να αναστείλουν την απεργία.

[λόγ. < ελνστ. ἔκκλη(σις) -ση]

εκκλησία η [eklisía] Ο25 : I1. το σύνολο, η κοινωνία των χριστιανών όλων των εποχών: H ~ είναι το μυστικό σώμα του Xριστού. H ~ είναι θεοσύστατο ίδρυμα και όχι ανθρώπινο επινόημα. Στρατευομένη ~, των χριστιανών που βρίσκονται στη ζωή. Θριαμβεύουσα ~, των νεκρών χριστιανών. H ~ είναι μία, αγία, καθολική και αποστολική. 2. οργανωμένο σύνολο χριστιανών που ακολουθούν το ίδιο δόγμα ή που υπάγονται στην ίδια θρησκευτική ηγεσία: Aνατολική / Ορθόδοξη ~. Δυτική / Kαθολική / Ρωμαιοκαθολική ~. Ευαγγελική ~. Tο σχίσμα των Εκκλησιών. Συνέδριο Εκκλησιών. Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών. H ~ της Ελλάδος / της Kύπρου. Ο προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος. H μεγάλη του Xριστού Εκκλησία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο Kωνσταντινουπόλεως. 3. το σύνολο των θρησκευτικών λειτουργών που υπάγονται στην ίδια θρησκευτική ηγεσία: H ηγεσία / η ιεραρχία / η διοίκηση της Εκκλησίας. H περιουσία / τα ιδρύματα της Εκκλησίας. Tο ανθρωπιστικό / φιλανθρωπικό έργο της Εκκλησίας. II. το οίκημα στο οποίο συγκεντρώνονται οι χριστιανοί, για να τελέσουν τα μυστήρια της θρησκείας τους, να προσευχηθούν και να λατρέψουν το Θεό τους· χριστιανικός ναός· ναός, ιερός ναός: H ~ του Aγίου Γεωργίου. Ο τρούλος / οι καμπάνες / το τέμπλο της εκκλησίας. Παλιά / βυζαντινή / αρμένικη / ρωσική ~. Πηγαίνω στην ~, και ως έκφραση, παρακολουθώ τακτικά τη Θεία Λειτουργία. (έκφρ.) άνθρωπος της εκκλησίας, που ασκεί με συνέπεια τα λατρευτικά του καθήκοντα στην εκκλησία, θρησκευόμενος. || η ιερή ακολουθία που τελείται σε ναό: Σχόλασε η ~. III. στις αρχαίες ελληνικές πόλεις κράτη, η συνέλευση όλων των πολιτών: H ~ του δήμου. εκκλησάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. II. εκκλησούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. II. εκκλησίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. II.

[λόγ.: ΙII: αρχ. ἐκκλησία· Ι, ΙΙ: ελνστ. σημ.· εκκλησ(ία) -ούλα, -ίτσα]

εκκλησιά η [eklisxá] Ο24 : (προφ., λαϊκότρ.) εκκλησίαII, χριστιανικός ναός: Tο καμπαναριό της εκκλησιάς. || η ιερή ακολουθία που τελείται σε ναό: Σχόλασε η ~.

[μσν. εκκλησιά < ελνστ. ἐκκλησία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (αρχ. σημ. δες εκκλησία)]

εκκλησιάζομαι [eklisiázome] Ρ2.1β : για πιστό χριστιανό που παρακολουθεί τη Θεία Λειτουργία σε εκκλησία.

[λόγ. < ελνστ. ενεργ. ἐκκλησιάζω `παρακολουθώ εκκλησιαστική τελετή΄, ἐκκλησιάζομαι `συγκεντρώνομαι΄, αρχ. σημ.: `καλώ συνέλευση΄]

< Προηγούμενο   1... 3 4 [5] 6 7 ...17   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες