Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
162 εγγραφές [101 - 110] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κλήτευση η [klítefsi] Ο33 : (νομ.) η κοινοποίηση δικαστικής κλήσης, η πρόσκληση μάρτυρα ή διαδίκου να παρουσιαστεί στο δικαστήριο για την εκδίκαση μιας υπόθεσης.
[λόγ. κλητεύ(ω) -σις > -ση]
- κλητεύω [klitévo] -ομαι Ρ5.1 : (νομ.) κοινοποιώ σε κπ. δικαστική κλήση με την οποία τον καλώ στο δικαστήριο ως μάρτυρα ή ως διάδικο.
[λόγ. < αρχ. κλητεύω]
- κλητήρας ο [klitíras] Ο2 : κατώτερος υπάλληλος στο δημόσιο ή στον ιδιωτικό τομέα, που εκτελεί κυρίως βοηθητικές εργασίες: ~ υπουργείου / τράπεζας. Tον προσέλαβαν ως κλητήρα. || δικαστικός ~, παλαιότερη ονομασία του δικαστικού επιμελητή. ΦΡ από δήμαρχος* ~.
[λόγ. < αρχ. κλητήρ, αιτ. -ῆρα `που επιδίδει δικαστική κλήση΄ σημδ. γαλλ. huissier]
- κλητήριος -ος / -α -ο [klitírios] Ε15 : (νομ.) κλητήριο θέσπισμα*. κλητήριο επίκριμα*.
[λόγ. κλητηρ- (δες κλητήρας) -ιος]
- κλητικός -ή -ό [klitikós] Ε1 : που είναι σχετικός με την κλήση: Kλητική προσφώνηση. || (ως ουσ.) η κλητική, η πτώση της προσφώνησης, η πτώση δηλαδή με την οποία ο ομιλητής καλεί κπ. ή απευθύνεται σε κπ.
[λόγ. < ελνστ. κλητικός, κλητική ἡ (ενν. πτῶσις)]
- κλητός -ή -ό [klitós] Ε1 : ο προσκαλεσμένος, στην εκκλησιαστική έκφρα ση πολλοί μεν οι κλητοί, ολίγοι δε οι εκλεκτοί, ότι σε ένα σύνολο ανθρώπων είναι λίγοι οι χαρισματικοί ή ειρωνικά, όταν σε μια συγκέντρωση έχουν εμφανιστεί πολύ λίγοι.
[λόγ. < αρχ. κλητός]
- μερακλής ο [meraklís] Ο8 θηλ. μερακλού [meraklú] Ο37 : αυτός που χαρακτηρίζεται από μεράκι, έντονη δηλαδή αγάπη ή φροντίδα για κτ., και ως επίθ.: ~ μάγειρας / κουρέας / ράφτης / επιπλοποιός. Είναι ~ στη δουλειά του· δεν την κάνει όπως όπως. Ρετσίνα και μεζέδες για μερακλήδες.
[τουρκ. meraklι -ς· μερακλ(ής) -ού]
- μετάκληση η [metáklisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μετακαλώ. || (οικον.) ~ πιστώσεων, ακύρωση.
[λόγ. < ελνστ. μετάκλη(σις) -ση]
- μετακλητός -ή -ό [metaklitós] Ε1 : που τον έχουν μετακαλέσει ή που μπορούν να τον μετακαλέσουν.
[λόγ. μετακλη- (μετακαλώ) -τός μτφρδ. γαλλ. révocable (διαφ. το ελνστ. μετάκλητος `που έχει πάρει κλήση΄)]
- ναύκληρος ο [náfkliros] Ο20α : βαθμοφόρος του εμπορικού ή του πολεμικού ναυτικού που επιβλέπει τις εργασίες για τη συντήρηση του πλοίου· λοστρόμος.
[λόγ. < αρχ. ναύκληρος `καραβοκύρης, καπετάνιος, πιλότος καραβιού΄ (παρανόηση της σημ.)]